ΛΟΓΟΣ ΠΔ': ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΑΣ ΤΗΣ ΤΩΝ ΑΣΩΜΑΤΩΝ ΦΥΣΕΩΣ ΚΑΤ' ΕΡΩΤΗΣΙΝ ΚΑΙ ΑΠΟΚΡΙΣΙΝ

Ερώτησις. Κατά πόσους τρόπους και διαφοράς δέχεταιτην θέαν της φύσεως των ασωμάτων ή ανθρωπινή φύσις; Απόκρισις. Πάσης φύσεως ασυνθέτου και λεπτής των πνευματικών σωμάτων κατά τρεις διαφοράς υποπίπτει η κατάληψις τη αισθήσει της ανθρωπίνης φύσεως, ή εν παχύτητι υποστάσε­ως, ενουσίως, ή εν λεπτότητι υποστάσεως, ανουσίως, ή εν θεωρία αληθινή, ήτις εστίν η ουσιώδης θεωρία. Και κατά μεν τουπρώτου εξουσίαν έχουσιν αι αισθήσεις, κατά δε του δευτέρου ηψυχή ακρομερώς καθορά, κατά δε του τρίτου η δύναμις της φύσεως της διανοίας. Και πάλιν η θέλησις και η διάνοια καθ εκατέρου αυτών έχουσι την εξουσίαν και ,τά, κατά της θελήσε­ως και της ψυχικής καυχήσεως, κακείνου ώ συντέθειται αύτη. Η θέλησις πρώτον εστίν η αιτία, και ταύτα έκγονα του αυτεξουσίου, εί και εν τω καιρώ της χρείας ησυχίαν άγει τότε αυτεξούσιον και το θέλημα, εν όσω χώραν έχει η ενέργεια κακείσε ίσταται, και καθ' έν δείκνυσι μόνον και εστί χωρίς του υποδε­χόμενου θελήματος και της αληθούς γνώσεως. Διότι αι αισθή­σεις δεκτικοί εισίν όλων των συμβεβηκότων, άνευ του θέληματος.
Εν τοις τρισί τρόποις τούτοις λειτουργούσιν αι αγίαι δυνάμεις εν τη προς ημάς κοινωνία, προς διδαχήν ημών και προς σύστασιν της ημετέρας ζωής.
Οι μέντοι εναγείς δαίμονες ου δύνανται κινήσαι εν ημίν, ει μη τους δύο τρόπους, ηνίκα πλησιάσωσιν ημίν προς απώλειαν, ουχί προς ωφέλειαν, τω δε τρίτω τρόπω ου δύνανται προσελθείν ημίν, του πλανήσαι ημάς. Διότι οι δαίμονες ουκ έχουσιν όλως δύναμιν κινήσαι εν ημίν τους φυσικούς λογισμούς εν τη διανοία αδύνατον γαρ τοις υιοίς του σκότους προσεγγίσαι τω φωτί. Οι δε άγιοι Άγγελοι κέκτηνται τούτο, και κινήσαι και φωτίσαι. Εκείνοι γαρ ψευδών νοημάτων των σκότους εκγόνων εξουσιασταί και δημιουργοί τυγχάνουσιν. Από μεν γαρ των φωτιστικών φως υποδέχεται από δε των σκοτεινών σκότος.
Ερώτησις. Και τις η αίτια, ότι εκείνοις μεν δέδοται, τούτοις δε ουδαμώς;
Απόκρισις. Πάς τις εκ τούτων των διδασκάλων την συνεσιν, ην διδάσκει, πρώτον μεν αυτός καθορά εν εαυτώ και μανθάνει και δέχεται και γεύεται, και τότε δύναται υποτίθεσθαι αυτήν τοις διδασκομένοις. Οι πρώτοι διδάσκαλοι την ακρίβειαν των πραγμάτων εκ της οικείας γνώσεως της υγιούς μεταδιδόασιν, εκείνοι οίτινες εξ αρχής δύνανται καταλαβείν εν οξεία καταλήψει νοός οξυτάτου και καθαρωτάτου. Οι δε δαίμονες κέκτηνται ταχύτητα, αλλ ουχί και φως. Άλλο δε εστίν οξύτης, και έτερον φως- η πρώτη χωρίς της δευτέρας εις απώλειαν φέρει τον ταύτην κεκτημένον. Αύτη την αλήθειαν δεικνύει, εκείνο, της αλη­θείας ίνδαλμα. Διότι το φως την αλήθειαν των πραγμάτων δει­κνύει και κατά το μέτρον της διαγωγής πληθύνεται και ελαττούται.
Οι άγιοι άγγελοι εκ της οικείας γνώσεως εποχετεύουσιν ημίν περί των κινήσεων των πραγμάτων εκείνης, ης πρώτον γεύονται και καταλαμβάνουσι, και τότε μεταδιδόασιν ημίν. Και πάλιν οι δεύτεροι διδάσκαλοι κατά το μέτρον της γνώσεως αυτών κινούσιν εν ημίν περί της των πραγμάτων κινή­σεως. Εν οίς γαρ ουκ είσι μεμενηκότες, ανάγκη εστίν αυτοίς το κινήσαι εν ημίν ορθούς λογισμούς. Όμως πίστευε, ως ήδη είπον, ότι ουδέ ει ήμεν δυνατοί υποδέξασθαι ημείς, ηδύναντο αυτοί διδάξαι ημάς αληθινήν θεωρίαν, και γε ήσαν εν αυτή εξ αρχής. Και πάλιν περί ενός εκάστου αυτών κατά την οικονομίαν, εν η διοικείται, ερεθίζει τους διδασκόμενους, είτε τούτων είτε των εναντίων.
Εγώ δε ούτως έχω εν αληθεία, ότι ο ημέτερος νους χωρίς μεσιτείας αγίων αγγέλων, αφ' εαυτού δύναται κινείσθαι προς το αγαθόν αδιδάκτως την μέντοι των κακών γνώσιν άνευ της των δαιμόνων μεσιτείας ου δέχονται αί αισθήσεις ούτε κινούνται εν αυτοίς, και αφ' εαυτού ου δύναται το κακόν ενεργήσαι. Το γαρ αγαθόν εν τη φύσει πεφυτευμένον εστί, το δε κακόν ουδαμώς. Πάν δε το όν ξένον και έξωθεν επεισερχόμενον, προς την κατάληψιν της γνώσεως αυτού μεσίτου τινός δέεται.
Το μέντοι έσωθεν φυόμενον αδιδάκτως έρπει εις την φύσιν, καν ποσώς. Και ει ούτως έχει η φύσις το κινείσθαι προς το αγαθόν αφ' εαυτής, η αύξησις αυτής και το φως ουκ άνευ της των αγγέλων θεωρίας δυνατόν γενέσθαι. Διδάσκαλοι δε ημών είσι, καθώς και αυτοί αλλήλων. Οι κατώτεροι, απ' εκείνων των επικυπτόντων αυτοίς και το φως εχόντων, και ούτως αλλήλοις, έως αν καταντήσωσι προς εκείνην την ενότητα, ήτις κέκτηται διδάσκαλον την αγίαν Τριάδα. Και αύτη πάλιν η πρώτη τάξις θαρρούσα λέγει, ότι ουκ αφ' εαυτής, αλλά δίδασκαλον έχει τον μεσίτην Ιησούν εκείνον, υφ' ου υποδέχεται και τοις υποκάτω επιδίδωσιν.
Εγώ μεν ούτω λογίζομαι ότι ο ημέτερος νους ουκ έχει φυσικήν δύναμιν κινηθήναι προς θεωρίαν θείαν. Και μιά υφέσει ίσοι εσμέν ταίς ουρανίαις φύσεσι πάσαις, καθότι εν ημίν και αυταίς η χάρις κινείται. Ξένον δε τη φύσει, τω ανθρωπίνω νοΐ και τω αγγελικώ διότι ου συναριθμείται η επί τη θεότητι θεω­ρία ταίς λοιπαίς θεωρίαις. Πάσι δε τοις λογικοίς τοις τε πρώτοιςκαι μέσοις, ουκ εστί κατά φύσιν, αλλά τη χάριτι κινείται η θεω­ρία εν πάσι τοις ούσιν, εν τε τοις ουρανίοις και επιγείοις, και ουχ η φύσις τούτο κατέλαβεν, ως τα λοιπά των πραγμάτων.
Η εν τω νω θεωρία, εν η κινείται η των ουρανίων τάξις, και η οπτασία προ της ενσάρκου επιδημίας του Χριστού ουκ ην αυτοίς κατ εξουσίαν, ώστε εισιέναι προς ταύτα τα μυστήρια, ότε δε εσαρκώθη ο Λόγος, ηνοίχθη αυτοίς θυρα εν τω Ιησού, καθώς φησίν ο Απόστολος. Αλλά και αν αγνισθώμεν,εγώ λογίζομαι, όπερ εστί και αληθές, ότι ημείς οι άνθρωποι προς τάς αποκαλύψεις και διαγνώσεις τας απαγούσας προς την θεωρίαν εκείνην την αΐδιον, ήτις εστίν αληθώς μυστηρίων αποκάλυψις, άνευ της μεσιτείας αυτών προσεγγίσαι τα νοσήματα ημών ου δύνανται. Ου γαρ εστί τω ημετέρω νοΐ τοιαύτη δύναμις, όση ταίς ουσίαις ταίς ανωτάτω, αίτινες αμέσως παρά του αϊδίου τάς αποκαλύψεις και τάς θεωρίας δέχονται. Κακείναι γαρ εν εικόνι και ουχί γυμνώς εξ αυτής, και πάλιν ο ημέτερος νους ομοίως.
Διά μεταδόσεως γαρ εκάστη τάξις από της άλλης κατά πάσαν οικονομίαν και διάγνωσιν από της πρώτης εις την δευτέραν, και ούτως έως αν διέλθη το μυστήριον εις όλας τάς τάξεις. Πολλά δε των μυστηρίων εν τη πρώτη τάξει ίστανται και προς τάς άλλας ου διαπερώσιν. Ου γαρ δύνανται χωρίς εκείνης εισδέξασθαι το μέγεθος του μυστηρίου. Και τίνα των μυστηρίων από της πρώτης τάξεως εξερχόμενα, τη δευτέρα και μόνη αποκαλύπτεται, κακεί φυλάττεται σεσιγημένα, αι δε άλλαι τάξεις αυτά ου συνήκαν, και τίνα έως της τρίτης και τετάρτης. Και πάλιν αύξησις και ύφεσις γίνεται εν ταίς αποκαλύψεσι ταίς οφθησομέναις τοις αγίοις αγγέλοις. Και εί εκείναι ούτω, πόσω μάλλον ημείς χωρίς αυτών και άνευ μεσιτείας δυνάμεθα δέξασθαι μυστήρια τοιαύτα;
Αλλ' εξ αυτών εστίν, όταν τω νοΐ των αγίων πίπτη η αίσθησις της αποκαλύψεως οποίου μυστηρίου. Και ότε συγχωρηθή υπό Θεού από τάξεως εις τάξιν αποκαλυφθήναι της ανωτάτω και της κατωτέρω και κατά τούτον τον τρόπον, ότε συγχωρηθή τι εκ της θείας επινεύσεως, μέχρι της ανθρωπίνης φύσεως καταντήσει προς τους αξίους εκ παντός. Δι' αυτών γαρ οι άγιοι εισδέχονται το φως της θεωρίας, μέχρι της ενδόξου αϊδιότητος, το αδίδακτον μυστήριον, και οι αυτοί απ' αλλήλων. «Πνεύματα γαρ λειτουργικά είσι, προς τους εν ετοιμασία όντας κληρονόμους γενέσθαι της ζωής αποστελλόμενα».
Αλλ' εις τον μέλλοντα αιώνα αύτη η τάξις καταργηθήσεται. Τότε γαρ ουκ άλλος απ' άλλου δέχεται την αποκάλυψιν της δόξης του Θεού προς ευφημίαν και ευφροσύνην της ιδίας ψυ­χής, αλλ' εκάστω αφ' εαυτού δοθήσεται το προς αξίαν παρά του Δεσπότου κατά το μέτρον των αριστευμάτων αυτού, και ουχί εκ του ετέρου λήψεται την δωρεάν, ως ενθάδε. Ου γαρ εστίν εκεί ούτε ο διδάσκων, ούτε ο διδασκόμενος, ούτε ο δεόμενος αναπληρώσαι το ελάττωμα αυτού εκ του ετέρου. Εις γαρ εστίν ο δοτήρ εκεί, αμέσως δωρούμενος τοις δεκτικοίς, και παρ αυτού κομίζονται οι κομιζόμενοι την επουράνιον ευφροσύνην. Εκεί παύσονται αι τάξεις των διδασκόντων και των διδασκομένων, και εν ενί κρέμαται η οξύτης της εφέσεως παντός.
Εγώ δε λέγω, ότι εν τη γεέννη κολαζόμενοι, τη μάστιγι της αγάπης μαστίζονται. Και τι πικρόν και σφοδρόν το της αγάπης κολαστήριον! Τουτέστιν εκείνοι οίτινες ησθήθησαν, ότι εις την αγάπην έπταισαν, μείζονα την κόλασιν έχουσι πάσης φοβουμένης κολάσεως. Η γαρ λύπη η βαλλούσα εν τη καρδία εκ της είς την αγάπην αμαρτίας, οξυτέρα εστί πάσης κολάσεως γι­νομένης. Άτοπον εστί λογίζεσθαι τίνα, ότι οι αμαρτωλοί εν τη γεέννη στερούνται της αγάπης του Θεού. Η αγάπη εκγονόν εστί της γνώσεως της αληθείας, ήτις ομολογουμένως κοινώς πάσι δίδοται. Ενεργεί δε η αγάπη εν τη δυνάμει αυτής κατά διπλούν τρόπον τους μεν αμαρτωλούς κολάζουσα, ως και ενταύθα συμβαίνει προς φίλον από φίλου, τους δε τετηρηκότας τα δέοντα ευφραίνουσα εν αυτή. Και αύτη εστί, κατά γε τον εμόν λόγον, η εν τη γεέννη κόλασις, η μεταμέλεια. Των μέντοι υιών των άνω εν τη τρυφή μεθύσκει τάς ψυχάς.
Ερώτησις. Ηρωτήθη τις, πότε γνώσεταί τις, ότι έτυχε της αφέσεως των αυτού αμαρτιών;
Απόκρισις. Και ανταπεκρίθη αυτώ Ηνίκα αν αισθηθή εν τη ψυχή αυτού, ότι τελείως αυτάς μεμίσηκεν εκ καρδίας και όταν εν τοις φανεροίς αυτού εναντίως ου ην διοική εαυτόν. Ο τοιούτος πέποιθεν, ότι τετύχηκε της των πταισμάτων συγχωρήσεως παρά Θεού, των εκ της αμαρτίας, ως ήδη μισήσας την αμαρτίαν από της μαρτυρίας της συνειδήσεως, ην εν εαυτώ εκτήσατο, κατά το λόγιον του Αποστόλου το φάσκον «συνείδησις ακατάκριτος, αύτη εαυτής μάρτυς».
Γένοιτο δε ημάς τυχείν της αφέσεως των αμαρτιών ημών χάριτι και φιλανθρωπία του ανάρχου Πατρός συν τω μονογενεί Υιώ και αγίω Πνεύματι, ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώ­νων. Αμήν.