ΛΟΓΟΣ Ξ': ΠΕΡΙ ΛΟΓΙΣΜΩΝ ΠΟΝΗΡΩΝ ΑΚΟΥΣΙΩΝ

ΤΩΝ ΕΚ ΤΗΣ ΛΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΑΜΕΛΕΙΑΣ ΤΗΣ ΠΡΟ ΑΥΤΩΝ ΓΕΝΟΜΕΝΩΝ

Εισί τινες, οι ερείδοντες το σώμα και επιθυμούντες αναπαύσαι αυτό δια το έργον του Θεού μικρόν, έως αν ενδυναμωθώσι και πάλιν στρέφονται εις το έργον αυ­τών. Εν ταίς ολίγαις ούν ημέραις της αναπαύσεως ημών μη λύσωμεν τελείως την φυλακήν ημών και δώμεν όλην την ψυχήν ημών εις λύσιν, ως άνθρωποι μη βουλόμενοι στραφήναι πάλιν εις το έργον αυτών. Οι τίνες εν καιρώ ειρήνης τοις βέλεσι του εχθρού τύπτονται, ούτοι εισίν οι εκ της παρρησίας του θε­λήματος ύστερον θησαυριζοντες ταίς ψυχαίς αυτών και ένδυμα ρυπαρόν εν τη χώρα τη αγία, ήγουν εν τη ευχή, θεωρούσιν ότι ενδεδυμένοι εισί. Τούτο δε εστίν, όπερ εν τη ώρα της εννοίας του Θεού και της ευχής εν τη ψυχή αυτών κινείται. Ταύτα είσιν, άπερ εκτησάμεθα εν τω καιρώ της αμελείας ημών και αυτά καταισχύνουσιν ημάς εν τω καιρώ της προσευχής ημών.
Βοηθεί τω ανθρώπω η νηψις πλείον του έργου και βλάπτει αυτόν η λύσις πλέον της αναπαύσεως. Εκ της ανα­παύσεως γαρ πόλεμοι οικείοι γίνονται και ενοχλούσι τω ανθρώπω, αλλ' εξουσίαν έχει λύσαι αυτούς. Όταν γαρ αφή άνθρωπος την ανάπαυσιν και στραφή εις τον τόπον του έργου, αί­ρονται εξ αυτού και φεύγουσιν. Ούχ ούτω το εκ της λύσεως τικτόμενον, ως εκ της χαυνώσεως και της αναπαύσεως. Όσον γαρ ακμήν εστίν εν τη χώρα της ελευθερίας αυτού εν τη αναπαύ­σει, δύναται πάλιν στραφήναι και κυβερνήσαι εαυτόν εν τη καταστάσει του κανόνος αυτού. Διότι ακμήν εν τη χώρα της ελευ­θερίας αυτού, εν δε τη λύσει εξέρχεται εκ της χώρας της ελευ­θερίας αυτού. Ει γαρ μη ο άνθρωπος τελείως απέρριψεν εξ αυ­τού την φυλακήν, ουκ αν εν τω μέσω της βίας ακουσίως ηναγκάσθη πεισθήναι τοις μη αναπαύουσιν αυτόν. Ει τον όρον της ελευθερίας εξ εαυτού παντελώς μη αφήκεν, ουκ αν συνέβη αυτώ συναντήματα, τα δεσμούντα αυτόν εξ ανάγκης, οίσπερ αντιστήναι ούκ ηδυνήθη.
Μη αφής την ελευθερίαν τινός των αισθήσεων σου, ώ άνθρωπε, μήπως πάλιν επανελθείν έπ' αυτήν ου δυνήση. Ημεν ανάπαυσις τους νέους μόνον βλάπτει, η λύσις δε και τουςτελείους και τους γέροντας* οι μεν εκ της αναπαύσεως, εις τουςπονηρούς λογισμούς ερχόμενοι, δύνανται πάλιν στραφήναι εν τηφυλακή και στήναι εν τη υψηλή αυτών πολιτεία, οι δε εν τη ελπίδι του έργου αμελήσαντες εις την φυλακήν, εκ της υψηλήςπολιτείας προς λύσιν της ζωής ηχμαλωτίσθησαν.
Έστιν ο εν τη χώρα των εχθρών τυφθείς και εν καιρώ της ειρήνης αποθνήσκων, και εστίν ο εν προφάσει εμπορίας της ζωής εξερχόμενος και σκόλοπα τη ψυχή αυτού λαμβάνων. Μη όταν ολισθήσωμεν εν τινι, τότε λυπηθώμεν, άλλ' όταν εμμείνωμεν εν αυτώ. Το γαρ ολίσθημα συμβαίνει πολλάκις και τοις τελείοις, το δε εμμείναι εν αυτώ νέκρωσις εστί τελεία. Η λύπη δε, ην λυπούμεθα υπέρ των ίδιων ολισθημάτων, εις τό­πον εργασίας καθαράς λογίζεται ημίν εκ της χάριτος. Ο εν ελπίδι μετανοίας ολισθαίνων εκ δευτέρου, ούτος μετά πανουργίας πορεύεται μετά του Θεού. Τούτω αγνώστως επιπίπτει ο θάνα­τος και ου φθάνει τον καιρόν της ελπίδος αυτού τα έργα της αρετής πληρώσαι. Έκαστος λελυμένος τάς αισθησεις, εστί και τη καρδία λελυμένος.
Η εργασία της καρδίας δεσμός εστί των εξωτέρων μελών, και εάν εν διακρίσει ποιή τις ταύτην, κατά τάς τους προ ημών πατέρας, έκδηλος εστίν εκ των αλλοτρίων των φαινομέ­νων εν αυτώ, ότι ουκ εστί δεδεμένος εν τω κέρδει τω σωματικώ, ουδέ αγαπά την γαστριμαργίαν, και ο θυμός απέχει εξ αυτού παντελώς. Όπου γαρ τα τρία ταύτα, το κέρδος το σωματικόν, κάν σμικρόν η ή μέγα, και η οξυχολία και η ήττα της γαστριμαργίας, καν φαίνηταί τις όμοιος των παλαιών αγίων, γνώθι ότι εκ της ανυπομονησίας των έσω εστίν η λύσις των έξω αυτού, και ουχί από διαφοράς καταφρονήσεως της ψυχής αυτού. Ει δε μη, πώς κατεφρόνησε των σωματικών και την πραότητα ουκ εκτήσατο;
Τη με διακρίσεως καταφρονήσει ακολουθεί το μη δεσμείσθαι εν τινι, και η καταφρόνησις της αναπαύσεως και του πόθου των ανθρώπων. Και εάν εν ετοιμασία δέχηται τις ζημίας δια τον Θεόν χαίρων, καθαρός εστίν έσωθεν. Και εάν μη καταφρονήση τινός, δια τάς πηρώσεις τάς εν αυτώ, εν αληθεία ελεύθερος εστί, και εάν μη προσίεται προς τον τιμώντα αυτόν ή και αηδιάζεται προς τον ατιμάζοντα, ούτος νενέκρωται τω κόσμω εν τη ζωή ταύτη. Η φυλακή της διακρίσεως κρειττοτέρα εστίν υπέρ πάσαν πολιτείαν, την ενεργουμένην εν παντί τρόπω και παντί μέτρω των ανθρώπων.
Μη μισήσης τον αμαρτωλόν. Πάντες γαρ εσμέν υπεύθυνοι. Και εάν δια τον Θεόν κινήσαι κατ' αυτού, κλαύσον υπέρ αυτού. Και διατί μισείς αυτόν; Τάς αμαρτίας αυτού μίσησον και εύξαι υπέρ αυτού, ίνα ομοιωθής τω Χριστώ όστις ουκ ηγανάκτει κατά των αμαρτωλών, αλλ υπερηύχετο. Ούχ οράς πώς έκλαυσεν υπέρ της Ιερουσαλήμ; Εν πολλοίς καταγελώμεθα και ημείς υπό του διαβόλου. Και διατί τον καταγελασθέντα καθ' ημάς εκ του καταγελώντος ημών διαβόλου μισούμεν; Και διατί μισείς τον αμαρτωλόν, ώ άνθρωπε; Άρα, ότι ουκ εστί δίκαιος κατά σε; Και που εστίν η δικαιοσύνη σου, ότι ουκ έχεις αγάπην; Διατί ουκ έκλαυσας επ' αυτώ, αλλά συ καταδιώκεις αυτόν; Εν αγνοία γαρ κινούνται τίνες οργιζόμενοι, οι δοκούντες είναι διακριτικοί, εις τα έργα των αμαρτωλών.
Γίνου κήρυξ της αγαθότητος του Θεού, ότι ανάξιόν σε όντα κυβερνή, και ότι χρεωστείς χρέος πολύ και η εκδίκησις αυτού ου φανερούται εν σοι, και αντί των μικρών έργων, ων ποιείς, αντιπαρέχει σοι τα μεγάλα. Μη καλέσης τον Θεόν δίκαιον, ότι η δικαιοσύνη αυτού ου γνωρίζεται εν τοις πράγμασι σου. Και εάν ο Δαβίδ καλή αυτόν δίκαιον και ευθύν, αλλά ο υιός αυτού εφανέρωσεν ημίν ότι μάλλον αγαθός εστί και χρηστός. «Αγαθός εστί», φησί, «τοις πονηροίς και ασεβέσι». Και πώς ονομάζεις τον Θεόν δίκαιον, όταν απαντήσης τω κεφαλαίω, τω περί του μισθού των εργατών; «εταίρε, ουκ αδικώ σε, θέλω δούναι τούτω τω εσχάτω, ως και σοι. Ή ο οφθαλμός σου πονηρός εστίν, ότι εγώ αγαθός ειμί;».
Πως πάλιν καλεί άνθρωπος τον Θεόν δίκαιον, όταν απαντήση τω κεφαλαίω του ασώτου υιού, ός εσκόρπισε τον πλούτον εν ασωτεία, ότε εν τη κατανύξει μόνη, εν η έδειξε, πώς έδραμε και έπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και εξουσίαν έδωκεν αυτώ επί πάντα τον πλούτον αυτού; Ουδείς γαρ άλλος είπε περί αυτού ταύτα, ίνα διστάσωμεν εις αυτόν, αλλ ' αυτός ο Υιός αυτού, αυτός εμαρτύρησε περί αυτού ταύτα. Που εστίν η δικαιοσύνη του Θεού, ότι ημεν αμαρτωλοί και ο Χριστός απέθανεν υπέρ ημών; Ει δε ώδε εστίν ελεημων, πιστεύσωμεν, ότι αλλοίωσιν ου δέχεται.
Μη γένοιτο ημάς λογίσασθαι ποτέ τούτο το ανόμημα, ίνα ποτέ είπωμεν τον Θεόν ανελεήμονα' ότι ουκ αλλοιούται το ίδιον του Θεού, ώσπερ οι νεκροί, και ου κτάται τι όπερ ουκ έχει, ή όπερ έχει υστερεί ή προσθήκην λαμβάνει, καθάπερ τα κτίσματα. Άλλ' όπερ έχει ο Θεός εξ αρχής, έξει αεί έως ατε­λευτήτου τέλους, και έχει, καθάπερ ο μακάριος Κύριλλος είπεν εν τη ερμηνεία της γενέσεως. Φοβού, φησί, εκ της αγάπης αύτον, και μη εκ του ονόματος του σκληρού του τεθέντος επ' αυ­τόν. Αγάπησον αυτόν, ως χρεωστείς αγαπήσαι αυτόν, και μη δια τα μέλλοντα δίδοσθαι υπ' αυτού, αλλ' όπερ ων ελάβομεν. Και δια τον κόσμον τούτον μόνον, ον εποίησε δι' ημάς, τις γαρ εστίν ο δυνάμενος ανταμείψασθαι αυτόν; Που εστί η ανταπόδοσις αυτού εν τοις έργοις ημών; Τις έπεισεν αυτόν εξ αρχής παραγαγείν ημάς εις την κτίσιν; Και τις εστίν ο παρακαλών αυτόν υπέρ ημών, όταν γινώμεθα αμνήμονες; Ότε δε ουκ ήμεν ποτέ, τις εστίν ο εξυπνίσας το σώμα ημών εκείνο προς την ζωήν; Και πάλιν πόθεν πίπτει η έννοια της γνώσεως εις τον χουν;
Ω της θαυμαστής ελεημοσύνης του Θεού. Η έκπληξις της χάριτος του Θεού και κτίστου ημών. Ω δύναμις η ικανούσα εις πάντα. Ω της χρηστότητος της αμέτρου, ης την φύσιν ημών των αμαρτωλών πάλιν εισάγει προς ανάπλασιν αυτών. Τις ικανοί προς την δόξαν αυτού; Τον παραβάντα αυτόν και βλασφημήσαντα εγείρει, τον χουν τον αλόγιστον καινίζει, και συνετόν και λογικόν ποιεί, και τον διεσκορπισμένον νουν και αναίσθητον και τάς διεσκορπισμένας αισθήσεις, φύσιν λογικήν και αξίαν εννοίας εμποιεί. Ουχ ικανοί γαρ ο αμαρτωλός εννοήσαι την χάριν της αναστάσεως αυτού. Που εστίν η γέεννα, η δυναμένη λυπήσαι ημάς; Και που εστίν η κόλασις, η εκφοβούσα ημάς πολυμερώς και νικώσα την ευφροσύνην της αγά­πης αυτού; Και τι εστίν η γέεννα προς την χάριν της αναστάσε­ως αυτού, όταν εγείρη ημάς εκ του άδου και ποιήση το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι την αφθαρσίαν, και τον εις άδην πεσόντα εγείρη εν δόξη;
Ω διακριτικοί, δεύτε και θαυμάσατε. Τις έχων σοφήν διάνοιαν και θαυμαστήν θαυμάσει κατ αξίαν την χάριν του δημιουργού ημών; Η ανταπόδοσις των αμαρτωλών εστί, και αντί της ανταποδόσεως της δικαίας, αυτός ανάστασιν ανταποδίδωσιν αυτοίς και αντί των σωμάτων των καταπατησάντων τον νόμον αυτού, αφθαρσίας δόξαν τελείαν ενδύει αυτούς. Αύτη η χάρις εστίν η μειζοτέρα, η μετά το αμαρτήσαι ημάς αναστήσασα, υπέρ έκείνην, ότε ουκ ήμεν, και παρήγαγεν ημάς εις κτίσιν.
Δόξα Κύριε, τη χάριτί σου τη αμέτρω. Ιδού, Κύριε, τα κύ­ματα της χάριτος σου σιωπήσαι με εποίησαν, και ουκ απελείφθη εν εμοί έννοια εξ εναντίας των ευχαριστιών σου. Ποίοις στόμασιν εξομολογησόμεθά σοι, βασιλεύ αγαθέ, ο αγαπών την ζωήν ημών; Δόξα σοι επί τοις δυσί κόσμοις, ους εδημιούργησας προς αύξησιν και τρυφήν ημών, άγων ημάς εκ πάν­των, ων εδημιούργησας, προς γνώσιν της δόξης σου, από του νυν και έως του αιώνος. Αμήν.