ΛΟΓΟΣ ΜΑ': ΠΕΡΙ ΑΜΑΡΤΙΩΝ ΕΚΟΥΣΙΩΝ ΚΑΙ ΑΚΟΥΣΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΠΟ ΤΙΝΟΣ ΣΥΜΒΕΒΗΚΟΤΟΣ ΓΙΝΟΜΕΝΩΝ

Έστιν αμαρτία από ασθενείας γινομένη, εις ην ακουσίως ο άνθρωπος ανθέλκεται, και έστιν αμαρτία εκουσίως γινομένη και από αγνοίας, συμβαίνει δε πάλιν από της διαμονής και της εν τω κακω έξεως. Ούτοι δε πάντες οι τρόποι και τα είδη των αμαρτιών, ει και πάντες άξιοι μομφής εισίν, άλλ' ούν ευρίσκεται κατά σύγκρισιν την προς εκδίκησιν εις μεί­ζων του έτερου.
Και τινος μεν η μέμψις μεγίστη και μετά κόπου προσδέχεται τούτου η μετάνοια, τινός δε εγγύτερα εστίν η αμαρτία της συγχωρήσεως. Και ώσπερ ο Αδάμ και η Εύα και ο όφις, πάντες μεν έδέξαντο παρά Θεού της αμαρτίας την αμοιβήν, διαφορά δε πολλή την κατάραν εκληρώσαντο, ούτω και εν τοις υιοίς αυτών, εκάστω κατά την πρόθεσιν αυτού και τον πόθον τον εις την αμαρτίαν, ούτω και το σφοδρόν της κολάσεως. Εάν δε τις μη βουλόμενος μεν ακολουθήσαι τη αμαρτία, υπό δε της αμελείας της εις την αρετήν ανθέλκεται προς εκείνην, εκ του μη σχολάσαι ταύτη, ει και βαρύ εστίν αύτω συνείναι τη αμαρτία, άλλ' ούν η κόλασις αυτού επιβαρής. Εάν δε συμβή τινι επιμελουμένω της αρετής πειρασθήναι εν τινι πλημμελήματα όμως το έλεος εγγύς εστί του καθαρισμού αυτού αδιστάκτως.
Άλλη εστίν η αμαρτία η γινομένη, όταν ευρέθη ο άνθρωπος επιμελούμενος της αρετής και εμμένων τη εργασία και νυκτός μεν ου καθεύδει, φροντίζων μηδέν ζημιωθήναι, ων επι­μελείται, ημέρας δε, περιερχόμενος και βαστάζων το βάρος, και πάσα η φροντίς αυτού εν τη αρετή. Και εν όσω εστίν εν τούτοις και τοις τοιούτοις, ή δια τίνα άγνοιαν ή από των πραγμάτων των εναντιουμένων εν τη οδώ αυτού, ήτοι της αρετής και των κυμάτων των υψουμένων εν παντί καιρώ εν τοις μέλεσιν αυτού ή δια την έκκλισιν την ενδεχομένην είναι εν αυτώ εις το δοκιμάζεσθαι αυτού το αυτεξούσιον, κλίνει η πλάστιγξ του ζυγού αυτού μικρόν εις τα αριστερά, και ανθέλκεται υπό της ασθε­νείας του σώματος εις έν είδος της αμαρτίας, εν οίς λυπείται και αδημονεί και στενάζει μετά πόνου κατά της ψυχής αυτού, δια την ταλαιπωρίαν την επισυμβάσαν αυτώ υπό των εναντίων.
Ετέρα δε, όταν ευρέθη ό ανθρωπος χαύνος και αμελής εις την εργασίαν της αρετής και παντελώς την οδόν εγκαταλίπων και δραμών δουλικώς εις την υπακοήν πάσης ηδονής των αμαρτημάτων και ζήλον ένδεικνύμενος, μηχανάς ευρήσαι εις ολοκληρίαν αυτής, και ων έτοιμος, ώσπερ τις δούλος, εις το επιμελώς ποιήσαι το θέλημα του εχθρού αυτού και ετοιμάσαι τα μέλη αυτού όπλα τω διαβόλω εν πάση υπακοή αυτού, και μηδαμώς βουλόμενος προσέχειν τη μετανοία μήτε προσεγγίσαι τη αρετή μήτε ποιήσαι εκκοπήν και τέλος της ολέθριας οδού αυτού.
Καί άλλη μεν εστίν η εξ ολισθήσεων και εκπτώσεων των ενδεχομένων γενέσθαι εν τη οδώ της αρετής και εν τη τρίβω της δικαιοσύνης, κατά τα των Πατέρων λόγια τα φάσκοντα, ότι ευρίσκονται εν τη οδώ της αρετής και εν τη τρίβω της δικαιοσύνης εκπτώσεις και εναντιώσεις και αναγκασμοί, και τα αυτοίς όμοια.
Ετέρα δε εστίν η πτώσις της ψυχής και η ολόκληρος απώ­λεια και η τελεία εγκατάλειψις.
Και φανερός εστί τις εκ τούτων, όταν πέση, μη επιλάθηται της αγάπης του οικείου πατρός, άλλ', εάν συμβή αυτώ ποικίλοις εμπεσείν παραπτώμασιν, έσται μη αμελών του αγα­θού και του δρόμου αυτού στάσιν μη ποιών, αλλά και νικώμενος, πάλιν ανίσταται προς αγώνα τον κατά των εναντίων αυτού και της καταλυθείσης οικοδομής καθ' έκάστην ημέραν αρχήν θεμελίων εμβάλλει, το προφητικόν λόγιον κατά στόμα έχων, μέχρι της εξόδου αυτού από τούδε του κόσμου «μη επιχαρής μοι ο υπεναντίος μου, ότι πέπτωκα. Πάλιν γαρ εγώ αναστήσομαι. Και εάν εν τω σκότει καθήσω, ό Κύριος επιλάμψει μοι».
Καί μηδαμού του πολέμου παύσηται μέχρι του θανάτου και ου μη προδώ τη ήττη της ψυχής αυτού εν όσω εστίν αυτώ πνοή και εν αυτή τη ήττη αυτός. Αλλά και εάν καθ ημέ­ραν κλασθή αυτού το σκάφος και ναυαγήση τα αγώγιμα αυτού, ού μη παύσηται περιποιούμενος και φροντίζων, άμα δε και δα­νειζόμενος και εις έτερα πλοία αναβαίνων και επ' ελπίδι πλέων, έως αν ό Κύριος κατιδών αυτού τον αγώνα και σπλαγχνισθείς επί τη συντριβή αυτού, καταπέμψη έπ' αυτόν το έλεος αυτού και δω αυτώ κινήσεις ίσχυράς, εις το υπομείναι και απαντήσαι τοις καυστικοίς βέλεσι του εχθρού. Και αύτη εστίν η δεδομένη σοφία παρά Θεού. Και ούτος εστίν ο σοφός άρρω­στος, ο μη εκκόψας την ελπίδα αυτού.
Κρείσσον κατακριθήναι ημάς εν ενίοις των πραγμάτων και μη επί τη καταλείψει των πάντων. Και δια τούτο ό αββάς Μαρτινιανός παρεγγυά, μη ραθυμήσαι προς το πλήθος των αγώνων και προς το ποικίλον του πολέμου και συνεχές το εν τη οδώ της δικαιοσύνης, και μη στραφήναι εις τα οπίσω και παραδούναι τω εχθρώ την καθ ημών νίκην εν ενί των αι­σχρών τρόπων. Ώσπερ γαρ τις φιλότεκνος πατήρ ευτάκτως και στοιχηδόν διορίζων, ταύτα λέγει.
Παραίνεσις του οσίου Μαρτινιανού.
Τέκνα, ει έστε εν αληθεία, αγωνισταί προσέχοντες τη αρετή και εστίν υμίν επιμέλεια ψυχική, παραστήσαι θελήσατε τον νουν υμών τω Χριστώ καθαρόν και εργάζεσθε πράξιν την ούσαν αυτώ ευάρεστον. Δέον γαρ υμάς πάντως αναδέξασθαι υπέρ τούτου πάντα πόλεμον εγειρόμενον υπό των παθών της φύσεως και της ανθολκής του κόσμου τούτου και της διαμονής, της τε συνεχείας των κακιών των δαιμόνων, εν οίς ειώθασι προσαπανταν υμίν και πάσης τούτων ενέδρας. Και μη φοβηθήτε δια το συνεχές και επίμονον της σφοδρότητος του πολέμου και μη διστάσητε δια το διαρκές του αγωνίσματος και μη οκλάσητε, μήτε τρομάξητε από των στρατευμάτων των εχθρών, και μη εμπέσητε εις βόθυνον ανελπιστίας, ει συμβή υμίν ίσως ολισθήναι προς καιρόν και αμαρτήσαι. Άλλ' αν τι πάθητε εν τούτω τω μεγίστω πολέμφ και κατά πρόσωπον αν λάβητε και τραυματισθήτε, μηδαμώς εμπόδιση υμάς τούτο του αγαθού σκοπού υμών, μάλλον δε εν τη ηρετισμένη υμίν εργασία διαμεινατε και κτήσασθε τούτο το επιθυμητόν και επαινετόν, το φανήναι, λέγω δη, εν τω πολεμώ εδραίοι και αμετακίνητοι και τω αίματι των τραυματισμών υμών πεφοινιγμένοι, και μη παύσησθε παντελώς από της μετά των αντιδίκων υμών παλαίστρας». Αύται εισίν αι παραινέσεις του μεγάλου γέροντος.
Ώστε ου χρή υμάς χαυνούσθαι ή ραθυμήσαι, δι' ους τρόπους έφημεν. Ουαί δε τω μοναχώ εκείνω ψευδομένω εν τη υποσχέσει αυτού και προτείνοντι χείρα τω διαβάλω εν τω καταπατείν την συνείδησιν αυτού, του επαρθήναι αυτόν κατ' αυτού εν τινι μικρώ ή μεγάλω των της αμαρτίας τρόπων και μη δυναμένω πάλιν στήναι κατ' ενώπιον των εχθρών αυτού εν τω διερρωγότι μέρει της ψυχής αυτού. Εν ποίω άρα προσώπω μέλλει υπαντήσαι τω κριτή, ηνίκα οι εταίροι αυτού καθηγνισμένοι προσυπαντήσουσιν αλλήλοις, εκείνοι, αφ' ων την όδον αυτού αφώρισε και την τρίβον της απωλείας εβάδισε και της παρρησίας εκπέπτωκεν, ήτις εστί τοις οσίοις προς τον Θεόν, και της προσευχής της ανιούσης από της καθαράς καρδίας και υψούμενης και διαπερώσης τάς αγγελικάς δυνάμεις και μη κωλυόμενης, έως αν τεύξηται της αιτήσεως αυτής και υποστρέψη μετά χαράς προς το εκπέμψαν αυτήν στόμα; Και το δη φοβερώτερον πάντων, ότι, ώσπερ αυτός ενταύθα την οδόν αυτού άπ' αυτών αφώρισεν, ούτως αφορίσει αυτόν άπ' αυτών ο Χριστός εν τη ημέρα εκείνη, ηνίκα βαστάζει η φωτεινή νεφέλη επί νώτα αυτής τα διαστίλβοντα σώματα από της καθαρότητος και εισάξει εις τάς ουράνιους πύλας. Διά γαρ τούτο «ουκ αναστήσονται ασεβείς εν κρίσει», διότι απ' εντεύθεν η πράξις αυτών κέκριται, «ουδέ αμαρτωλοί εν βουλή δικαίων» εν τη αναστάσει της κρίσεως.