ΛΟΓΟΣ ΝΖ': ΠΕΡΙ ΑΛΛΟΙΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΝ ΤΗ ΨΥΧΗ ΓΙΝΟΜΕΝΗΣ

ΕΝ ΠΑΝΤΙ ΚΑΙΡΩ ΦΩΤΟΣ ΚΑΙ ΣΚΟΤΟΥΣ ΚΑΙ ΕΚΒΙΒΑΣΜΟΥ ΕΝ ΤΟΙΣ ΔΕΞΙΟΙΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΟΙΣ ΓΕΝΟΜΕΝΟΥ

Ίδωμεν, ώ αγαπητοί, εν τη ψυχή ημών τη ώρα της ευχής, εάν έχωμεν θεωρίαν εν τοις στίχοις της μελέτηςκαι της εύχης αύτη γαρ γίνεται από της αληθινής ησυ­χίας. Και εν τω καιρώ, εν ώ γινόμεθα εν τη σκοτώσει, μη ταραχθώμεν, και μάλιστα εάν μη εξ ημών η αιτία ταύτης η. Τη προνοία δε του Θεού λογίζου ταύτην, δια τάς αιτίας, ας οίδεν αυτός μόνος ο Θεός. Και γαρ εν καιρώ τινι πνίγεται η ψυχή ημών, και γίνεται ως εν κύμασι και εάν αναγνώ τις εις Γραφήν και εάν λειτουργήση και εν παντί πράγματι, ω προσέγγιση, σκότωσιν επί σκοτώσει λαμβάνει. Και εξέρχεται ο τοιούτος και πολλάκις ουδέ προσεγγίσαι άφίεται, και ου πιστεύει παντελώς ούτος, ότι δέχεται άλλοίωσιν, και γίνεται εν ειρήνη. Αύτη η ώρα πεπλήρωται απογνώσεως και φόβου, και ελπίς του Θεούκαι η παράκλησις της πίστεως αυτού τελείως εκβάλλεται εκ της ψυχής, και όλη εξ όλου πληρούται δισταγμού και φόβου.
Οι πειρασθέντες εν τω κύματι τούτω της ώρας ταύτης, εκ της πείρας γινώσκουσι την αλλοίωσιν την ακολουθούσαν εν τω τέλει αυτής. Ουκ εά δε ο Θεός την ψυχήν εν τούτοις ημέραν τελείαν, επί είχεν απολέσθαι της ελπίδος των Χριστιανών, αλλά ταχέως έκβασιν ποιεί αύτη. Εάν δε επί πλείον επιμένη η όχλησις της σκοτώσεως ταύτης, αλλοίωσιν ζωής εκ του μέσου αυτής εκδέχου εν τάχει.
Σοι δε εγώ, ώ άνθρωπε, υποτίθεμαι και συμβουλεύω σοι εάν ουκ έχης ισχύν κρατήσαι εαυτόν και πεσείν επί πρό­σωπον σου εν τη ευχή, έλιξον την κεφαλήν σου εν τω παλλίω σου και κοιμώ, έως αν παρέλθη η ώρα αύτη της σκοτώσεως από σου, εκ δε του σκηνώματος σου μη εξέλθης. Τούτον τον πειρασμόν πειράζονται μάλιστα οι εν τη πολιτεία της διανοίας επιθυμούντες διάγειν και την παράκλησιν της πίστεως επιζητούντες εν τη πορεία αυτών. Δια τούτο και πλέον των απάντων οδύνην και κόπον αυτοίς ποιεί η ώρα αύτη εν τω δισταγμώ της διανοίας. Ακολουθεί δε αύτη ισχυρώς η βλασφημία. Και ποτέ μεν δισταγμός περί της αναστάσεως συμβαίνει αυτώ και άλλα, άπερ ου δει ημάς εξειπείν. Τούτων πάντων πολλάκις εν πείρα γεγόναμεν και προς παράκλησιν των πολλών εγράψαμεν τον αγώνα τούτον.
Οι εν τοις σωματικοίς έργοις διάγοντες έξωθεν τούτων είσι παντελώς. Άλλ' η ακηδία έρχεται αυτοίς, η πάσιν έκδη­λος υπάρχουσα, και κεχωρισμένη εστί τοις τρόποις εκ τούτων και των τοιούτων. Η υγεία τούτου και η ιατρεία εκ της ησυχίας βρύει. Τούτο δε εστίν η παράκλησις αυτού. Εν τη συντυχία δε ουδέποτε δέχεται το φως της παρακλησεως και εν ομιλίαις ανθρώπων ου θεραπεύεται, αλλά προς καιρόν αναπαύεται και μετά ταύτα επανίσταται αυτώ ισχυρότερον. Και δέεται αναγκαίως ανθρώπου πεφωτισμένου, του έχοντος πείραν εν τούτοις, φωτισθήναι παρ' αυτού και εκδυναμωθήναι εν παντί καιρώ της χρείας, ουχί πάντοτε.
Μακάριος ο υπομένων εν τούτοις έσωθεν της θύρας. Εις μόνην γαρ μεγάλην και δύναμιν φθάσει μετά ταύτα, κα­θώς λέγουσιν οι Πατέρες. Όμως ουκ εν ώρα, ουδέ ευθέως παρέρχεται ο αγών ούτος. Ουδέ η χάρις προσάπαξ έρχεται τελείως και οικεί εν τη ψυχή, αλλά κατά μικρόν και μικρόν, και εκ ταύτης εκείνη. Εν καιρώ πειρασμός και εν καιρώ παράκλησις, και εν τούτοις επιμένει έως της εξόδου. Αλλοτριωθήναι γαρ τελείως εκ τούτου μη προσδοκήσωμεν ώδε, ουδέ παρακληθήναι τελείως. Ούτω γαρ ευδόκησεν ο Θεός την ζωήν ημών διοικείσθαι ενταύθα, και εν τούτοις είναι τους πορευομένους έν τη οδώ.
Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.