ΕΠΙΣΤΟΛΗ Α΄:ΓΡΑΦΕΙΣΑ ΠΡΟΣ ΤΙΝΑ ΑΔΕΛΦΟΝ ΑΓΑΠΩΝΤΑ ΤΗΝ ΗΣΥΧΙΑΝ

Διότι γνωρίζω σε αγαπώντα την ησυχίαν και συμπλέκει σε ο διάβολος εν πολλοίς, προφάσει του αγαθού, ότι γνωρίζει το θέλημα της διανοίας σου, έως αν διασκέ­δαση σε και εμποδίση εκ της αρετής της περιεκτικής των πολλών τρόπων των αγαθών, ώ αδελφέ αγαθέ, ώσπερ μέλος προς το ομόζυγον αυτού αντιλαβέσθαι του πόθου σου του αγαθού εν τω λόγω της ωφελείας, εμερίμνησα ποιήσαι α παρά των σο­φών ανδρών εν τη αρετή και από των γραφών και παρά των πατέρων και εκ της πείρας εκτησάμην αυτά
Εαν γαρ μη καταφρονήση άνθρωπος των τιμών και των ατιμιών και υπομείνη υπέρ της ησυχίας όνειδος και μυκτηρισμόν και ζημίαν, έως και τυπτήματα, και γένηται κατάγελως και νομισθή μωρός και λήρος παρά των θεωρουντων αύτον, ου δύναται υπομείναι εν τω αγαθώ της ησυχίας σκοπώ. Διότι, εάν προσάπαξ ανοίξη την θύραν ταίς αιτίαις ο άνθρωπος, ουχ ησυχάζει ο διάβολος επάγων αυτώ τινας δια πολλών προ­φάσεων μετά συνεχών απαντήσεων των αναριθμήτων.
Δια τούτο, ώ αδελφέ, εάν αγαπάς εν ακριβεία την αρετήν της ησυχίας, της μη εχούσης διασκεδασμόν και εκπηδασμόν και διακοπήν εν μέσω αυτής, εν η ενίκησαν οι αρχαίοι, ούτως ευρήσεις τελειώσαι την επιθυμίαν σου την επαινουμένην, ηνίκα ομοιώθης τοις πατράσι σου και λάβης εν τη διανοία σου την δήλωσιν του βίου αυτών, οίτινες ηγάπησαν την τελείαν ησυχίαν και ουκ εμερίμνησαν στήσαι την αγάπην των ιδίων αυ­τών ή εζήτησαν απλώσαι εαυτούς προς ανάπαυσιν αυτών, ουδέ ηδέσθησαν φυγείν εκ της απαντήσεως των οιομένων είναι τιμίων.
Και ούτοι ούτως ήσαν οδεύοντες και ουχ ως καταφρονούντες των αδελφών παρά τοις σοφοίς και γνωστικοίς εκρίνοντο, ουδέ ως περιφρονούντες ή αμελούντες ή υστερούντες εν διακρίσει. Καθάπερ ερρέθη τινι αυτών απολογία τιμώντι την ησυχίαν και την υποχώρησιν μάλλον της απαντήσεως των ανθρώπων Άνθρωπος, φησίν, ός μανθάνει εν πείρα την γλυκύ­τητα της ησυχίας εν τω κελλίω αυτού, ουχ ως καταφρονών του πλησίον φεύγει την απάντησιν αυτού, αλλά δια τον καρπόν, όν τρυγά εκ της ησυχίας.
Πως έφευγεν ο αββάς, φησίν, Αρσένιος και ουκ ανεπαύετο απαντήσαί τινι, ο δε αββάς Θεόδωρος υπήντα μεν, αλλ' ως ρομφαία ην η απάντησις αυτού; Όμως ουδέ ασπασμόν ησπάζετο τίνα, όταν ηυρίσκετο έξωθεν του κελλίου αυτού. Ο δε άγιος Αρσένιος ουδέ τον ερχόμενον προς αυτόν προς ασπα­σμόν ησπάζετο. Εν καιρώ γαρ τις των πατέρων απήλθε θεάσασθαι τον αββάν Αρσένιον και ήνοιξεν γέρων δοκών, ότι αυτός εστίν ο διακονητής αυτού και ότε εθεάσατο αυτόν τις εστίν, έρριψεν εαυτόν επί πρόσωπον και πολλά παρακληθείς υπ' αυτού αναστήναι και ευλογηθήναι υπ' αυτού και απελθείν, παρητήσατο ο άγιος λέγων, ου μη αναστώ, έως αν απέλθης. Και ουκ ανέστη, έως ου απήλθε. Και τούτο εποίει ο μακάριος, ίνα μη δω αυτοίς προσάπαξ χείρα και πάλιν στραφώσι προς αυτόν.
Όρα το ακόλουθον του λόγου, ίνα μη είπης, ίσως δια την ελαχιστίαν αυτού κατεφρόνησεν αυτού ή τινος άλλου, και άλλον δια την τιμήν αυτού επροσωπολήπτει και συνωμίλει αυτώ, άλλ' εξ ίσης εκτήσατο φυγήν από πάντων των μικρών και των μεγάλων. Έν είχεν εν τοις οφθαλμοίς αυτού, καταφρονείν της απαντήσεως αυτών όπερ της ησυχίας, τον μέγαν τε και τον μικρόν, και βαστάσαι την μέμψιν αυτών επάνω αυτού εκ πάντων, υπέρ της τιμής της ησυχίας και της σιωπής.
Επιστάμεθα γαρ, ως απήλθε προς αυτόν ο μακάριος Θεόφιλος ο αρχιεπίσκοπος, έχων μεθ' εαυτού και τον κριτήν της χώρας προς τιμήν και προς επιθυμίαν της θεωρίας του αγίου. Ότε δε εκάθισε προς αυτούς, ουδέ προς λόγον μικρόν ανέπαυσεν αυτούς δια την τιμήν αυτών, καίπερ επιθυμούντας πλείστα ακούσαι του λόγου αυτού. Και ότε παρεκάλεσεν αυτόν ο αρχιεπίσκοπος περί τούτου, ησύχασε μικρόν ο καλόγηρος, και μετά τούτο λέγει' Και εάν είπω υμίν, φυλάττετε; Και ωμολόγησαν λέγοντες, Ναί, Και είπεν αυτοίς ο γέρων Όπου ακούσετε, ότι εστίν ο Αρσένιος, μη εγγίσητε εκείσε. Είδες το θαυμαστόν του γέροντος; είδες καταφρόνησιν της συντυχίας των ανθρώπων; Ούτος ο τρυγήσας τον καρπόν της ησυ­χίας. Και ουκ ελογίσατο ο μακάριος, ότι ανήρ εστί καθολικός και κεφαλή της Εκκλησίας, αλλά τούτο διενοήσατο, ότι εγώ προσάπαξ απέθανον τω κόσμω. Τι ωφελεί ο νεκρός τους ζώντας; Και εμέμψατο αυτόν ο αββάς Μακάριος μέμψιν πεπληρωμένην αγάπης, λέγων 'Τί φεύγεις εξ ημών;' Και απελογίσατο ο γέρων απολογίαν θαυμαστήν και αξιέπαινον, λέγων.
Ό Θεός οίδεν, ότι αγαπώ υμάς, άλλ' ου δύναμαι είναι μετά του Θεού και μετά των ανθρώπων. Και την γνώσιν ταύτην την θαυμαστήν, ουχ ετέρωθεν, άλλ' εκ
της θεϊκής φωνής εξέμαθεν Αρσένιε*, γαρ φησι, φεύγε τους ανθρώπους, και σώζη'.
Μηδείς άνθρωπος των αργών και αγαπώντων τάς συντυχίας αναιδευθή και αναλύση ταύτα εν τη καταστροφή των λόγων αυτού και λαλήση κατέναντι τούτων, ότι ανθρώπινον εύρημα εστίν εν τη αφορμή της ησυχίας ευρεθέν διότι διδαχή εστίν ουράνιος. Και ίνα μη νομίσωμεν, ότι τούτο ερρέθη αυτώτου φυγείν και εξελθείν εκ του κόσμου, αλλά μη εξίσης και εκτων αδελφών φυγείν, μετά το καταλιπείν αυτόν τον κόσμον καιελθείν και οικήσαι την λαύραν, πάλιν ηύξατο τω Θεώ, πώς κα­λώς ζήσαι δυνηθή, Κύριε, φησίν, οδήγησον με πώς σωθώ.
Και εδόκει, ότι άλλο τι μέλλει ακούσαι. Και φωνής δεσποτικής πάλιν ήκουσεν εκ δευτέρου της αυτής Αρσένιε, φεύγε, σιώπα, ησύχαζε. Και εάν, φησί, πολύ ωφελή η θέα και η ομιλία των αδελφών, αλλ' ούτως ουκ ωφελεί σοι το συντυχείν αυτοίς, ως το φυγείν εξ αυτών.
Και ως εδέξατο ταύτα ο μακάριος Αρσένιος εν αποκαλύψει τη θεϊκή, ως ην εν τω κόσμω και επετράπη φυγείν και μετά των αδελφών δε πάλιν γενομένω το αυτό ερρέθη αυτώ, τότε εβεβαίωσε και έγνω, ότι ουκ αρκεί αυτώ εις κτήσιν ζωής αγαθής το φυγείν μόνον από των κοσμικών, άλλ' επίσης εκ πάντων. Μη γαρ δύναται τις αντιστήναι και ειπείν προς την θείαν φωνήν;
Και τω θείω δε Αντωνίω ερρέθη εν αποκαλύψει «Εάν θέλης»', φησίν, «ησυχάσαι, ουχί μόνον εις Θηβαΐδα απέλθης, αλλά και εις την εσωτέραν έρημον». Εάν ουν ο Θεός επιτρέπη ημίν φυγείν εκ πάντων, και ούτως αγαπά την ησυχίαν, οπόταν υπομείνωσιν εν αυτή οι αγαπώντες αυτόν, τις εστίν ο προφασιζόμενος προφάσεις, παραμένειν τη συντυχία και τω πλησιασμώ των ανθρώπων; Εάν δε τω Αντωνίω και τω Αρσενίω ωφέλιμος η φυγή και η φυλακή, πόσω μάλλον τοις ασθενέσι; Και εάν τούτους, ων ο κόσμος όλος έχρηζε και του λόγου και της θέας και της βοηθείας αυτών, ετίμησεν ο Θεός του είναι αυτούς εν ησυχία, πλέον της αντιλήψεως πάσης της αδελφότητος, μάλλον δε της ανθρωπότητος, πόσω μάλλον τω μη δυναμένω εαυτόν φυλάξαι καλώς;
Οίδαμεν και άλλον τινά των αγίων, ότι ο αδελφός αυτού ησθένει και ην κεκλεισμένος εν άλλω κελλίω και ότε κατεκράτησε την συμπάθειαν αυτού εν όλη τη αρρωστία αυτού και ουκ εξήλθε θεάσασθαι αυτόν, εν τω καιρώ της εξόδου αυτού εκ του βίου έπεμψε, λέγων αυτώ Ει και ουκ ήλθες προς με έως άρτι, αλλά νυν ελθέ, και ιδώ σε προ του εξελθείν με του κόσμου, ή καν εν νυκτί, όπως ασπάσωμαι σε και αναπαύσωμαι. Και ουκ επείσθη ο μακάριος ουδέ εν τη ώρα εκείνη, εν η είωθεν η φύσις συμπάσχειν αλλήλοις και υπερβαίνειν τον όρον του θελήματος, αλλ' είπεν, εάν εξέλθω, ου καθαρισθήσομαι εν τη καρδία μου ενώπιον του Θεού, ότι τους πνευματικούς αδελφούς ημέλησα επισκέψασθαι, την φύσιν δε ετίμησα πλέον του Χριστού. Και απέθανεν ο αδελφός αυτού και ουκ είδεν αυτόν.
Μηδείς ουν εν ραθυμία των λογισμών προφασίσηται, ως αδύνατα είναι και κατάλυση αυτά και κατάργηση την ησυχίαν αυτού, αθετήσας την περί αυτόν του Θεού πρόνοιαν. Και εάν την φύσιν την ούτως ισχυράν ενίκησαν οι άγιοι, και ο Χριστός ηνίκα τα τέκνα αυτού αμελούνται, αγαπά ότε τιμάται η ησυχία, ποία ανάγκη άλλη δύναται γενέσθαι σοι, μη δυναμένη καταφρονηθήναι υπό σου, ηνίκα εμπέσης εν αυτή; Η εντολή εκείνη η λέγουσα, «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου, πλέον όλου του κόσμου και της φύσεως και των αυ­τής», ούτω πληρούται, ηνίκα υπομείνεις εν τη ησυχία σου. Και η εντολή η λέγουσα περί της αγάπης του πλησίον έσωθεν ταύτης εστί κεκλεισμένη, θέλεις κτήσασθαι την αγάπην του πλησίον κατά την ευαγγελικήν εντολήν εντός της ψυχής σου;
Μάκρυνον εαυτόν εξ αυτού, και τότε κατακαίεται εν σοι η έκκαυσις της αγάπης αυτού, και χαρήση επί τη θέα αυτού, ώσπερ επί αγγέλου φωτός, θέλεις πάλιν ίνα διψήσωσί σε οι αγαπώντες σε; Ωρισμέναις ημέραις θέασαι τάς όψεις αυτών. Ως αλη­θώς η πείρα διδάσκαλος πάντων. Γίνου υγιής.
Τω δε Θεώ ημών χάρις και δόξα εις τους αιώνας τωναιώνων. Αμήν.