ΛΟΓΟΣ ΠΒ': ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΟΤΙ ΑΚΟΠΩΣ ΕΙΣΕΡΧΕΤΑΙ Η ΨΥΧΗ ΠΡΟΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΙΝ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΤΙΣΜΑΤΩΝ ΑΥΤΟΥ, ΕΑΝ ΗΣΥΧΑΣΗ ΑΠΟ ΤΕ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΡΙΜΝΩΝ ΤΩΝ ΒΙΩΤΙΚΩΝ. ΤΟΤΕ ΓΑΡ ΔΥΝΑΤΑΙ ΓΝΩΝΑΙ ΕΑΥΤΗΣ ΚΑΙ ΟΥΣ ΕΧΕΙ ΕΣΩΘΕΝ ΚΕΚΡΥΜΜΕΝΟΥΣ ΘΗΣΑΥΡΟΥΣ
Όταν μη εισέλθωσιν έξωθεν μέριμναι βιωτικαί επί την ψυχήν, αλλά μείνη επί την φύσιν αυτής, ου χρονίζει κοπιάσαι του εισελθείν και κατανοήσαι την σοφίαν του Θεού' ότι ο χωρισμός αυτής ο εκ του κόσμου και η ησυχία αυτής φυσικώς κινούσιν αυτήν προς κατανόησιν των κτισμάτων του Θεού, και εκ τούτου υψούται προς τον Θεόν και εκπλήττε­ται θαυμάζουσα και παραμένει τω Θεώ. Όταν γαρ μη εισέλθη ύδωρ έξωθεν επί την πηγήν της ψυχής, το ύδωρ το βρύον το φυσικόν εν αυτή νοήματα βλαστάνει εν αυτή των θαυμάσιων του Θεού διαπαντός.
Όταν δε ευρεθή η ψυχή εκτός τούτων, ή τίνα αιτίαν εκ τί­νος αλλοτρίας μνήμης έλαβεν ή αι αισθήσεις εκίνησαν κατ' αυτής ταραχήν εκ της απαντήσεως των πραγμάτων. Όταν δε συγκλεισθώσιν αι αισθήσεις τη ησυχία και μη εκπηδήσαι συγχωρηθώσι και παλαιωθώσιν αι μνήμαι τη ταύτης βοηθεία, τότε θέαση τους φυσικους λογισμούς της ψνχής, τι εισι και τι εστίν η φύσις της ψυχής, και ποίους θησαυρούς κεκρυμμένους έχει εν εαυτή. Οι δε θησαυροί είσιν, η κατανόησις των ασωμάτων, η κινουμένη εν εαυτή αφ' εαυτής χωρίς προνοίας και κόπου του υπέρ αυτής. Ουκ επίσταται δε ο άνθρω­πος, ότι τοιούτοι λογισμοί κινούνται εν τη ανθρωπίνη φύσει. Τις γαρ ην αυτού διδάσκαλος, ή πώς αυτό κατέλαβεν, όπερ και νοηθέν αδύνατον άλλοις σαφηνισθήναι, ή τις ην αυτώ οδηγός προς όπερ παρ' άλλου μηδαμώς μεμάθηκε;
Τοιαύτη τίς εστίν η φύσις της ψυχής. Ουκούν τα πάθη προσθήκη εστίν εξ αιτίας ψυχικής' επεί φυσικώς α­παθής εστίν η ψυχή. Όταν δε ακούσης εν τη Γραφή πάθη ψυ­χικά και σωματικά, γνώθι, ότι προς τας αιτίας είρηται. Η γαρ ψυχή φυσικώς απαθής εστίν. Οι δε της έξω φιλοσοφίας ου πα­ραδέχονται τούτο, ομοίως δε και οι τούτοις ακόλουθοι. Αλλ' ημείς ούτω πιστεύομεν, ότι ο Θεός τον κατ εικόνα απαθή πεποίηκε' κατ εικόνα δε λέγω, ου κατά το σώμα, αλλά κατά την ψυχήν, ήτις εστίν αόρατος. Πάσα γαρ εικών εκ προϋποκειμένης εικόνος ανιμάται, αδύνατον δε τίνα παραστήσαι εικόνα, μη προθεαθέντος αυτώ ομοιώματος. Ώστε δει πιστεύειν σε, ότι τα πάθη, ως προείπομεν, της ψυχής ουκ είσιν. Ει δε τις ανθίσταται τοις ειρημένοις, ημείς ερωτήσομεν, ο δε αποκρινέσθω.
Ερώτησις. Τι εστίν η φύσις της ψυχής; Άρα απαθής τις και φωτός πλήρης, ή εμπαθής τις και σκοτεινή; Απόκρισις. Ει γαρ ην ποτέ η φύσις της ψυχής διαυγής και καθαρά τη του μακαρίου φωτός υποδοχή, ομοίως δε και όταν προς την αρχαίαν ανέλθη τάξιν ούτως ευρίσκεται λοιπον, όταν εμπαθώς κινηθή, έξω της φύσεως αυτής ομολογου­μένως εστίν, ως οι της Εκκλησίας τρόφιμοι διαβεβαιούνται. Ώστε τα πάθη ύστερον τη ψυχή επεισήλθε, και ου δίκαιον ει­πείν της ψυχής είναι τα πάθη, καν εν τούτοις αύτη κινήται.
Φανερόν ουν εστίν, ότι τοις έξωθεν κινείται, ουχ ως ιδίοις. Και εις εν τούτοις τοις πάθεσι της ψυχής κινουμένης άνευ του σώματος, κατά τούτο λέγονται φυσικά, λοιπόν η πείνα καιη δίψα και ο ύπνος ψυχικά αν είη' ότι και εν τούτοις πάσχει καισυστενάζει τω σώματι και τη των μελών εκκοπή και τοις πυρετοίς και ταίς νόσοις και τοις παραπλησίοις. Διότι τη κοινωνία συναλγεί τω σώματι η ψυχή, ώσπερ δη και το σώμα αυτή και συγκινείται τη του σώματος ευφροσύνη και δέχεται τάς τούτουθλίψεις.
Τω δε Θεώ ημών δόξα και κράτος είς τους αιώνας. Αμήν.