ΛΟΓΟΣ ΙΓ' : ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΟΤΙ ΩΦΕΛΙΜΟΣ ΤΟΙΣ ΗΣΥΧΑΣΤΑΙΣ Η ΑΡΓΙΑ ΤΩΝ ΦΡΟΝΤΙΔΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΖΗΜΙΟΣ Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΚΑΙ Η ΕΞΟΔΟΣ

Άνθρωπος πολυμέριμνος, πράος και ησύχιος γενέσθαι ου δύναται. Διότι αι αναγκαίαι αιτίαι των πραγμάτων, εν αις ταλειπωρεί, αναγκάζουσιν αυτόν κινείσθαι εν αυταίς και ασχολείσθαι εις αυτά άκοντα και μη βουλόμενον, και διασκορπίζουσι την γαλήνην αύτου και ησυχίαν. Δει ούν τον μοναχόν κατέναντι του προσώπου τον Θεού στήσαι εαυτόν και αεί προς αυτόν το όμμα αυτού τείναι αμετατρεπτί, ει αληθώς βούλεται φρουρήσαι τον νουν αυτού και τάς μικράς κινήσεις τάς ερπούσας εν αυτώ καθαρίσαι και μεταβαλείν, και μαθείν μετά γαλήνης διαλογισμών διακρίναι τα εισερχόμενα και εξερχόμε­να αι γαρ πολλοί ασχολίαι των μοναχών τεκμήριον είσι της χαυνότητος αυτών προς ετοιμότητα της γεωργίας των εντολών του Χριστού και εκφαίνουσιν αυτών τα ελαττώματα προς τα θεια.
Χωρίς αμεριμνίας φως εν τη ψυχή σου μη ζήτησης μήτε γαλήνην και ησυχίαν εν τη χαυνότητι των αισθήσεων σου και όπου ασχολίαι πραγμάτων μη πληθύνης τάς ασχολίας σου, και ου μη εύρης ρεμβασμόν εν τω νώ σου ή εν τη ευχή σου. Άνευ γαρ αδιάλειπτου προσευχής προσεγγίσαι τω Θεώ ου δύνασαι. Το δε μετά τον κόπον της προσευχής ετέραν μέριμναν εμποιήσαι τω νω, σκορπισμόν τη διανοία απεργάζεται.
Τά δάκρυα και ο ραπισμός της κεφαλής εν τη προσευχή και το κυλινδείσθαι μετά θερμότητας, εξυπνίζουσι την θέρμην της γλυκύτητος αυτών ένδοθεν της καρδίας, και μετά επαινουμένης εκστάσεως πετάται η καρδία προς τον Θεόν και βοά, «εδίψησεν η ψυχή μου προς σε τον Θεόν, τον ισχυρόν, τον ζώντα. Πότε ήξω και όφθήσομαι τω πρόσωπω σου, Κύριε;». Ο εκ του οίνου τούτου πιών και μετά ταύτα στερηθείς αυτού, αυτός μόνος οίδεν εν ποία ταλαιπωρία κατελείφθη και τι αφηρέθη απ' αυτού χάριν της χαυνότητος αυτού.
Ω τί κακή η θέα και η ομιλία τοις εν ησυχία διάγουσιν! Εν αληθεία, ώ αδελφοί, πλέον των λελυμένων της ησυχίας. Ότι καθάπερ η σφοδρότης του κρυστάλλου εξαίφνης επιπεσούσα τοις ακροδρύοις των φυτών ξηραίνει αυτά και αφανίζει, ούτω και αι συντυχίαι των ανθρώπων, καν μικροί παντελώς ώσι καί, ως το δοκούν, προς το αγαθόν εξενηνεγμέναι, ξηραίνουσι τα άνθη των αρετών τα νεωστι ανθήσαντα εκ της συγκράσεως της ησυχίας και κυκλούντα μετά απλότητος και τρυφερότητος τω φυτώ της ψυχής, τω φυτευθέντι επί τάς διεξόδους των υδάτων της μετανοίας. Και ώσπερ η σφοδρότης της πάχνης, καταλαμβάνουσα τα νεωστί φυόμενα, κατακαίει αυτά, ούτω και η συντυχία των ανθρώπων την ρίζαν του νου, την άρξαμένην χλοηφορείν την των αρετών χλόην. Και ει η ομιλία των κατά τι μεν εγκρατευομένων κατά τι δε ελαττώματα μικρά εχόντων βλάπτειν είωθε την ψυχήν, πόσω μάλλον η λαλιά και η θέα των ιδιωτών και μωρών, ίνα μη ειπώ των κοσμικών. Ώσπερ γαρ ευγενής άνθρωπος και έντιμος, όταν μεθυσθή επιλανθάνεται της ιδίας ευγενείας και ατιμάζεται αυτού η κατάστασις και καταγελάται αυτού το τίμιον εκ των αλλότριων λογισμών, των επεισελθόντων αυτώ εκ της δυνάμεως του οίνου, ούτω και η σωφροσύνη της ψυχής θολούται υπό της θέας και της ομιλίας των ανθρώπων και επιλανθάνεται του τρόπου της παραφυλακής αυτής και απαλείφεται από της διανοίας αυτής ο σκοπός του θελήματος αυτής και εκριζούται απ' αυτής πασά βάσις καταστάσεως επαινουμένης.
Ει ούν η συντυχία και ο πλατυσμός, αι εν τω μετεωρισμώ επισυμβαίνουσαι τω όντι εν ησυχία, ή και η πλησίασις τούτων, ώστε ιδείν ή ακούσαι, επαρκούσι μόνον τούτω, τα εισ­ερχόμενα δια των πυλών της όψεως και της ακοής τα επεισιόντα προς ψυχρότητα και θόλωσιν της διανοίας από των θείων αύτω εμποιήσαι και εί η μικρά ώρα τοσαύτην ζημίαν δύναται τω εγκρατεί μοναχώ ποιήσαι, τι φήσομεν περί της διη­νεκούς απαντήσεως και του πολλού εν τούτοις εγχρονισμού; Η γαρ αναθυμίασις, η εκ της γαστρός ανιούσα, τον νουν ουκ εά δέξασθαι την θείαν επίγνωσιν, αλλά σκοτίζει αυτόν, ον τρόπον η εκ της υγρότητος της γης ανιούσα ομίχλη και σκοτούσα τον αέρα.
Και η υπερηφανία δε ου κατανοεί, ότι εν τη σκοτία διαπορεύεται και την έννοιαν της σοφίας ουκ οίδε. Πώς γαρ και γνώναι έχει η εν τω σκοτασμώ αυτής υπάρχουσα; Δια τοι τούτο και τω εσκοτισμένω λογισμώ αυτής επαίρεται υπεράνω πάντων, ούσα ευτελεστέρα και ασθενεστέρα, και τάς οδούς Κυ­ρίου μη δυναμένη μαθείν. Ο δε Κύριος κρύπτει εξ αυτής το θέ­λημα αυτού, καθότι εν τη οδώ των ταπεινών ουκ ηβουλήθη πορεύεσθαι.
Τω δε Θεώ ημών είη δόξα είς τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.