ΛΟΓΟΣ Θ': ΠΕΡΙ ΤΑΞΕΩΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ

ΣΥΝΤΟΜΙΑΣ ΤΕ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΠΩΣ ΤΕ ΚΑΙ ΠΟΙΩ ΤΡΟΠΩ ΤΙΚΤΟΝΤΑΙ ΑΙ ΑΡΕΤΑΙ ΕΞ ΑΛΛΗΛΩΝ

Εκ της εργασίας της βιαίας τίκτεται η θέρμη η άμετρος, η πυρπολουμένη εν τη καρδία εκ θερμών ενθυμήσεων, των καινώς επιπολευουσών τη διανοία. Αύτη δε η ερ­γασία και η φυλακή λεπτύνουσι τον νουν εν τη θέρμη αυτών και παρέχουσιν αύτω όρασιν, και αύτη η όρασις τίκτει τους θερμούς λογισμούς, ους προείπον, εν τω βάθει της οράσεως της ψυχής, ήτις καλείται θεωρία. Αύτη δε η θεωρία τίκτει την θέρμην και εκ της θέρμης ταύτης, της εκ της χάριτος της θεω­ρίας επιγινομένης, γεννάται η επιρροή των δακρύων.
Εξ αρχής μεν μικρόν κέρδος, τουτέστιν εν μια ημέρα πολλάκις επέρχεται τω ανθρώπω δάκρυα και αύθις ελλείπει, και εκ τούτου άρχεται το άπαυστον δάκρυον και εκ των απαύστων δακρύων δέχεται η ψυχή την ειρήνην των λογισμών, εκ δε της ειρήνης των λογισμών υψούται εις την καθαρότητα του νου, δια δε της του νου καθαρότητας έρχεται ο άνθρωπος εις το βλέπειν τα μυστήρια του Θεού. Διότι η καθαρότης εν τη από των πολέμων ειρήνη κεκρυμμένη εστί. Μετά δε ταύτα φθάνει ο νους ιδείν αποκαλύψεις και σημεία, ως είδεν Ιεζεκιήλ ο προφήτης, άπερ εικονίζει τάς τρεις τάξεις, δι' ας προσεγγίζει τω Θεώ η ψυχή. Τούτων απάντων αρχή η προς Θεόν αγαθή πρόθεσις και τα είδη των έργων της ησυχίας, τα αμετάτρεπτα, άπερ τίκτεται εκ της πολλής εκκοπής και του μακρυσμού των βιωτικών. Ου τοσούτον δε αναγκαίον εστί τα είδη τούτων των έργων καθ' έκαστον ειπείν, διότι τοις πάσιν εισίν εγνωσμένα. Όμως, επειδή αζήμιος πέφυκεν η τούτων έκθεσις τοις εντυγχάνουσιν, επικερδής δε μάλλον, ως έγωγε φημί, ουκ οκνητέον εκθέσθαι ταύτα.
Άτινά εισίν η πείνα, η ανάγνωσις, η ολόνυκτος και νήφουσα αγρυπνία, κατά την εκάστου δύναμιν, και το πλήθος των μετανοιών, όπερ ποιείν χρειώδες εν τε ταίς ώραις της ημέ­ρας και εν νυκτί πολλάκις. Έστω δε το ελάχιστον τριάκοντα ποιήσαι μετανοίας εφάπαξ και μετέπειτα προσκυνήσαι τον τίμιον σταυρόν και αναχωρήσαι. Είσι δε τίνες, οίτινες προστιθέασι τω μετρώ τούτω κατά την εαυτών δύναμιν. Άλλοι εν μια ευχή ποιούσι τρεις ώρας, έχοντες τον νουν νήφοντα και ρίπτον­τες εαυτούς χωρίς βίας και μετεωρισμού λογισμών επί πρόσωπον. Και ταύτα τα δύο είδη δηλούσι και εμφαίνουσι του πλούτου το πλήθος της χρηστότητας, ήτοι της χάριτος, ήτις εκάστω των ανθρώπων κατά την οικείαν αξίαν διαιρείται.
Τίς δε ο τρόπος της ετέρας προσευχής και της εν αυτή τε διαμονής της ελευθέρας από της βίας, ου δίκαιον ελογισάμην εμφανίσαι, ουδέ λόγοις γλώττης και χαραγμαίς εκφέρειν αυτής την τάξιν, ίνα μη, ο αναγινώσκων και μηδέν ευρεθείς καταλαβών ων αναγινώσκει, νομίση ανόνητα είναι τα γεγραμμένα, ή, εάν ευρέθη, ειδώς ταύτα, γένηται εξευτελίζων τον μη ειδότα την των πραγμάτων τάξιν. Και εκ τούτου μέν μέμψις, εκ δε του ετέρου γέλως. Και ευρεθήσομαι βάρβαρος εν τοις τοιούτοις πράγμασι, κατά το του Αποστόλου λόγιον, όπερ περί του προφητεύοντος είρηκεν.
Ο ούν επιθυμών μαθείν ταύτα, διοδευέτω εν τη οδώ τη προγεγραμμένη και ακόλουθον ποιείτω την εργασίαν τη διανοία. Και όταν εν τούτοις γένηται εν έργω, αυτός αφ' εαυτού μαθήσεται και ου δεηθήσεται πάντως του διδάξοντος. Καθέζου, γαρ φησίν, εν τω κελλίω σου, και αυτό καθ' αυτό πάντα σε διδάξει.
Τω δε Θεώ ημών είη δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.