ΛΟΓΟΣ ΣΤ': ΠΕΡΙ ΩΦΕΛΕΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚ ΤΗΣ ΦΥΓΗΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Ισχυρός εστίν αληθώς και δυσχερής και δύσκολος ο αγών γινόμενος εν τοις πράγμασι, και όσον εάν δύνηται ο άνθρωπος γενέσθαι αήττητος και ισχυρός, όταν πλησιάσωσιν αύτω αι των προσβολών αιτίαι, των πολέμων και των αγώνων, φόβος προσκολλάται αυτώ και ταχύς εις πτώσιν γίνεται, πολύ πλέον της απαντήσεως του φανερού πο­λέμου του διαβόλου. Διότι, όσον ου μακρύνεται ο άνθρωπος εξ ων η καρδία αυτού πτοείται, αεί γίνεται τω εχθρώ αυτού τόπος κατ' αυτού, και εάν μικρόν νυστάξη, ευχερώς απόλλυσιν αυτόν. Όταν γαρ η ψυχή κρατηθή εν ταίς βλαβεραίς απαντήσεσι του κόσμου, αύται αι απαντήσεις γίνονται αυτή σκόλοπες, και ωσανεί φυσικώς ηττάται, όταν αυταίς υπαντήση.
Και τοίνυν οι Πατέρες ημών οι αρχαίοι, οι πορευθέντες εν ταύταις ταίς τρίβοις, επισταμένοι ως ουκ εν παντι καιρώ ο νους έρρωται, ουδέ δύναται ίστασθαι εν τάξει μιά ακλινώς και τηρείν την εαυτού φρουράν, γίνεται δε εν καιρώ μη δύνασθαι κατιδείν εις τα βλάπτοντα αυτόν, διεσκέψαντο εν σοφία και ημφιάσαντο την ακτημοσύνην ως όπλον, την εκ πολλών αγώνων ελευθέραν υπάρχουσαν, καθώς γέγραπται, ίνα ούτω δια της ενδείας αυτού ο άνθρωπος εξειλήσαι δυνηθείη εκ πολ­λών παραπτωμάτων. Και απήλθον εις την έρημον, εν ή ουκ εστί πράγματα, άπερ εισίν αιτίαι των παθών, ίνα μηδέ όταν ώρα γένηται αυτούς ασθενήσαι, εύρωσι τάς αιτίας των πτώσε­ων, λέγω δη του θυμού και της επιθυμίας και της μνησικακίας και της δόξης, άλλ' ίνα ταύτα τε και τα λοιπά τούτων ελαφρά γένωνται, δια την έρημον εκείνην. Εν αυτή γαρ ωχύρωσαν εαυτούς και ετείχισαν, ως πύργω ακαταμαχήτω, και τότε ηδυνήθησαν έκαστος αυτών τελειώσαι τον εαυτού αγώνα εν ησυχία, όπου αι αισθήσεις ούχ εύρον βοήθειαν συγγενέσθαι τω αντιπαλαίοντι ημάς εν τη απαντήσει των βλαπτόντων. Κρείσσον γαρ ημίν θάνατος εν τω αγώνι, ή ζήσαι εν τω πτώματι.