ΛΟΓΟΣ ΜΓ': ΠΕΡΙ ΦΥΛΑΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΡΗΣΕΩΣ

ΤΗΣ ΕΚ ΤΩΝ ΧΑΥΝΩΝ ΚΑΙ ΑΜΕΛΩΝ ΚΑΙ ΟΤΙ ΕΚ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΑΣΜΟΥ ΑΥΤΩΝ ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ ΕΠΙ ΤΩι ΑΝΘΡΩΠΩι Η ΑΜΕΛΕΙΑ ΚΑΙ Η ΧΑΥΝΟΤΗΣ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΥΤΑΙ ΑΠΟ ΠΑΝΤΟΣ ΠΑΘΟΥΣ ΑΚΑΘΑΡΤΟΥ. ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΦΥΛΑΞΑΣΘΑΙ ΕΑΥΤΟΝ ΑΠΟ ΤΗΣ ΕΓΓΥΤΗΤΟΣ ΤΩΝ ΝΕΩΤΕΡΩΝ, ΙΝΑ ΜΗ ΜΟΛΥΝΘΗι Ο ΝΟΥΣ ΕΝ ΤΟΙΣ ΑΚΟΛΑΣΤΟΙΣ ΛΟΓΙΣΜΟΙΣ
Ο κωλύων το στόμα αυτού εκ της καταλαλιάς, φυλάττει την καρδίαν αυτού εκ των παθών. Εν πάση ώρα θεω­ρεί τον Κύριον, ούτινος η μελέτη διαπαντός εστίν εν τω Θεώ, φυγαδεύει τους δαίμονας άπ' αυτού και εκριζοί τοσπέρμα της κακίας αυτών. Ό επισκεπτόμενος την εαυτού ψυχήν εν πάση ώρα, ευφραίνεται εν ταίς αποκαλύψεσιν η καρδίααυτού, και ο συνάγων την θεωρίαν του νοός αυτού έσωθεν αυτού εν αυτώ, θεωρεί την αυγήν του Πνεύματος.Όστις έβδελύξατο πάντα μετεωρισμόν, θεωρεί τον Δεσπότην αυτού εσωθεν της καρδίας αυτού. Εάν αγαπάς την καθαρότητα, εν ή καθοράται ο των όλων Δεσπότης, μη καταλαλήσης τινός, μηδέ ακούσης τινός καταλαλούντος του αδελφού αυτού. Και εάν διαμάχονται τίνες έμπροσθεν σου, κλείσον τα ώτά σου και φεύγε εκείθεν, ίνα μη ακούσης ρημάτων οργής και αποθάνη η ψυχή σου εκ της ζωής. Καρδία θυμώδης διάκενός εστιν εκ των μυ­στηρίων του Θεού, ο δε πραΰς και ταπεινόφρων πηγή εστί των μυστηρίων του καινού αιώνος.
Ιδού, ο ουρανός έσωθέν σου, ει καθαρός έση, και εν σεαυτώ όψει τους Αγγέλους συν τω φωτί αυτών, και τον Δεσπότην αυτών μετ' αυτών τε και εσωθέν αυτών. Ό επαινούμενος δικαίως, ου ζημιούται, αλλ εάν ηδυνθή αυτώ ο έπαινος,εργάτης εστίν άμισθος. Ό θησαυρός του ταπεινόφρονος έσωθεν αυτού εστίν, ός εστίν ο Κύριος, και ο τηρούμενος τη γλώσση αυτού εις τον αιώνα ου συληθήσεται εξ αυτής. Στόμα σιωπηλόν ερμηνεύει τα μυστήρια του Θεού, ο δε ταχύλαλος μακρύνεται από του πλάσαντος αυτόν. Η ψυχή του αγαθού λάμπει υπέρ τον ήλιον και εν τη θεωρία των αποκαλύψεων εν πάση ώρα ευ­φραίνεται. Και ο ακολουθών τω αγαπώντι τον Θεόν, πλουτήσει εκ των μυστηρίων του Θεού, ο δε ακολουθών τω αδικώ και υπερηφάνω μακρυνθήσεται εκ του Θεού και εκ των φίλων αυτού μισηθήσεται. Ο τη γλώσση σιγηλός, εν πασι τοις σχήμασιν αυτού κτήσεται τάξιν ταπεινόφρονα, και ούτος χωρίς κόπου εξουσιάσει των παθών. Τα πάθη εκριζούνται και φυγαδεύονται εν τη αδιαλείπτω εν Θεώ μελέτη, και τούτο εστί το ξίφος το αποκτείνον αυτά. Καθάπερ εν τη ησυχία και γαλήνη της αισθη­τής θαλάσσης κινείται και νήχεται ο δελφίς, ούτω και εν τη ησυχία και γαλήνη της θαλάσσης της καρδίας εκ του θύμου και της οργής εν παντί καιρώ κινείται εν αυτή τα μυστήρια και αι θείαι αποκαλύψεις, προς εύφροσύνην αυτής. Ο θέλων ιδείν τον Κύριον εντός αυτού, μηχανάται καθαρίσαι εαυτού την καρδίαν εν αδιαλείπτω μνήμη του Θεού, και ούτως εν τη λαμπρότητι των οφθαλμών της διανοίας αυτού εν πάση ώρα όψεται τον Κύριον. Όπερ συμβαίνει τω ιχθύϊ εξεληλυθότι εκ του ύδατος, τούτο και τω νοΐ συμβαίνει εξεληλυθότι εκ της μνήμης του Θεού και μετεωριζομένω εν τη μνήμη του κόσμου. Όσον μακρύνεται ο άνθρωπος εκ της συν­ομιλίας των ανθρώπων, τοσούτον αξιούται της μετά του Θεού παρρησίας εν τω νοΐ αυτού, και καθ όσον κόπτει εξ αυτού την παράκλησιν του κόσμου τούτου, κατά τοσούτον αξιούται της χαράς του Θεού εν τω Πνεύματι τω αγίω. Και καθάπερ απόλλυνται οι ιχθύες εκ της λείψεως του ύδατος, ούτω και εκ της καρδίας του μοναχού αι νοεραί κινήσεις, αι δια του Πνεύματος βλαστάνουσαι, του συνεχώς μετά των κοσμικών αναστρεφομένου και διάγοντος.
Κρείσσων κοσμικός ταλαιπωρών εν τοις κοσμικοίς καιτοις βιωτικοίς κακοπαθών, μοναχού τοις βιωτικοίς κακοπαθούντος και τοις κοσμικοίς συνδιάγοντος. Φοβερός εστί τοις δαίμοσι και ποθητός τω Θεώ και τοις Άγγέλοις αυτού ο μετά θερμού ζήλου εκζητών εν τη καρδία αυτού τον Θεόν εν νυκτί και ημέρα και εκριζών άπ' αυτής τάς προσβολάς τάς υπότου εχθρού φυομένας. Του καθαρού εν τη ψυχή η χώρα η νοητήένδοθεν αυτού εστί, και ο ήλιος ο λάμπων εν αυτώ, το φως τηςαγίας Τριάδος υπάρχει, και ο αήρ, όν πνέουσιν οι οικήτορες αυτής, το παράκλητον και πανάγιον Πνεύμα εστίν, οι δε συγκάθεδροι αυτού, αι άγιαι και ασώματοι φύσεις. Και η ζωή και η χαρά και ή ευφροσύνη αυτών, ο Χριστός εστί, το εκ φωτός του Πατρός φώς.
Ο τοιούτος και εν τη θεωρία της ψυχής αυτού εν πάση ώρα ευφραίνεται και εν τω κάλλει εαυτού θαυμάζει, τηλαυγεστέρω όντι εκατονταπλασίως της του ηλίου λαμπρότητος.
Αύτη εστίν η Ιερουσαλήμ και του Θεού η βασιλεία, εντός ημών κεκρυμμένη, κατά το του Κυρίου λόγιον. Αύτη η χώρα, νεφέλη εστί της δόξης του Θεού, εις ην μόνοι οι καθαροί τη καρδία εισελεύσονται, του θεάσασθαι το πρόσωπον του ίδιου Δεσπότου και καταυγασθήναι τους νόας αυτών δια της ακτίνος του φωτός αυτού.
Ο δε θυμώδης και ο οργίλος και ο φιλόδοξος και ο πλεονέκτης και ο γαστρίμαργος και ο κοσμικοίς συναναστρεφόμενος και ο το ίδιον θέλημα στήσαι θέλων και ο οξύχολος και ο παθών πλήρης, οι τοιούτοι ως εν νυκτομαχία διάγουσι και σκότος ψηλαφούσιν, έξωθεν όντες της χώρας της ζωής και του φωτός* εκείνη γαρ η χώρα τοις αγαθοίς και ταπεινόφροσι και τοις καθαρίσασι τάς εαυτών καρδίας κεκλήρωται.
Ου δύναται άνθρωπος θεάσασθαι το κάλλος το όν ένδοθεν αυτού, πριν ή ατιμάσει και βδελύξηται πάν κάλλος έξω­θεν αυτού. Και ου δύναται ατενίσαι γνησίως προς τον Θεόν, έως αν απαρνήσηται τελείως τον κόσμον.
Ο εξευτελίζων και σμικρύνων εαυτόν, υπό του Κυρίου σοφισθήσεται, και ο νομίζων εαυτόν είναι σοφόν, της του Θεού σοφίας αποπεσείται.
Εν όσω η γλώττα της πολυλογίας απέχεται, εν τοσούτω καταυγάζεται του διαιρείν τα διανοήματα εκ γαρ της πο­λυλογίας συμφύρεται και ο λογικώτατος νους.
Ο πτωχεύων εκ των κοσμικών πραγμάτων πλουτήσει εν τω Θεώ και ο φίλος των πλουσίων πτωχευσει εκ του Θεού.
Ο σωφρονών και ταπεινοφρονών και βδελοττόμενος την παρρησίαν και τον θυμόν εκ της καρδίας απωσάμενος, εγώ πιστεύω, ότι, όταν αναστή εν τη προσευχή, καθορά εν τη ψυχή αυτού το φως του αγίου Πνεύματος και σκιρτά εν ταίς λαμπηδόσιν αυτού της ελλάμψεως του φωτός και ευφραίνεται εν τη θεωρία της δόξης αυτής και εν τη εαυτής αλλοιώσει προς την αυτού ομοιότητα. Ουκ εστίν άλλη εργασία δυναμένη ούτω καταλύσαι τάς παρεμβολάς των ακαθάρτων δαιμόνων, ως η εν τω Θεώ θεωρία.
Διήγησις αγίου ανδρός
Διηγήσατο γαρ μοί τις των πατέρων ούτως* ότι έν μιά ημέρα ως εκαθήμην, ηχμαλωτίσθη ο νους μου εν τη θεωρία, και ότε εν έμαυτω γέγονα, εστέναξα εν ισχύϊ. Ό δε κατ' εναντίας ιστάμενος δαίμων, ως ήκουσεν, εφοβήθη και ώσπερ υπό αστραπής τινός κατεπόθη, εκ τε της ανάγκης κράξας και ως υπό τίνος διωχθείς φυγάς ώχετο.
Μακάριος ο μνημονεύων της εξόδου αυτού, της εκ τούδε του βίου, και απέχων αυτού την σχέσιν εκ της του κό­σμου τούτου τρυφής. Διότι πολλαπλασίως λήψεται τον μακαρισμόν εν τη εξόδω αυτού και ουκ εκλείψει εξ αυτού ο μακαρισμός ούτος. Ούτος εστίν ο γεγεννημένος εκ του Θεού και το άγιον Πνεύμα τυγχάνει τροφός αυτού και εκ του κόλπου αυτού θηλάζει την ζωτικήν τροφήν και οσφραίνεται της οσμής αυτού προς ευφροσύνην αυτού. Ό δε τοις κοσμικοίς συνδεδεμένος και τω κόσμω και τη τούτου αναπαύσει και αγαπών την ομιλίαν αυτού, ούτος εστέρηται της ζωής, και ουκ έχω τι ειπείν περί αυτού, άλλ' ή μετά κλαυθμού πενθήσαι πένθος απαραμύθητον, ου η ακοή συντρίβει τάς των άκουόντων καρδίας.
Οι εν τω σκότει διακείμενοι υψώσατε τάς κεφάλας υμών, ίνα λάμψωσι τα πρόσωπα υμών εν τω φωτί. Εξέλθετε εκ των παθών του κόσμου, ίνα εξέλθη προς υπάντησιν υμών το εκ του Πατρός φως και τους λειτουργούς των μυστηρίων αυτού προτρέψηται τους δεσμούς υμών λύσαι, του περιπατείν εν τοις ίχνεσιν αυτού προς τον Πατέρα. Ουαί εν ποίοις έσμεν συνδεδεμένοι και από τίνος εσμέν καθειργμένοι, του μη ιδείν την δόξαν αυτού. Είθε διεκόπτοντο ημών οι δεσμοί, ίνα ζητήσαντες εύρωμεν τον Θεόν ημών.
Εί θέλεις γνώναι τα των ανθρώπων μυστήρια και ούπω κατέλαβες μαθείν εκ του Πνεύματος, εκ τε των λόγων εκάστου και της διαγωγής και της διοικήσεως μαθήση, ει σο­φός κεχρημάτικας. Ό καθαρός την ψυχήν και αγνός την διαγωγήν, ούτος πάντοτε μετά σωφροσύνης λαλεί τα λόγια του Πνεύ­ματος και κατά το οικείον μέτρον περί τε των θείων διαλέγεται και περί των εν αυτώ, ο δε τοις πάθεσι συντετριμμένος την καρδίαν, υπ' αυτών έχει και την γλώσσαν κινουμένην. Και καν περί πνευματικών λαλή, άλλ' όμως εμπαθώς διαλέγεται, ίνα αδίκως νικήση. Τον τοιούτον ο σοφός εκ μόνης απαντήσεως σημειούται και ο καθαρός ενοσφραίνεται της δυσοσμίας αυτού.
Ο εμμένων ταίς ματαιολογίαις και τοις μετεωρισμοίς ψυχή και σώματι πόρνος εστί, και ο συνευδοκών αυτώ και ο συνασχολούμενος μοιχός εστί, και ο συγκοινωνών αυτώ ειδω­λολάτρης εστίν.
Η προς τους νεωτέρους φιλία βδελυκτή πορνεία παρά τω Θεώ, τη συντριβή του τοιούτου ουκ εστίν επίπλασμα, ο δε πάντας εξ ίσου αγαπών συμπαθώς και αδιακρίτως, ούτος έφθασε την τελειότητα. Νέος νεωτέρω ακολουθών, ποιεί τους διακριτικούς έπ' αυτούς πενθείν και κλαίειν, γέρων δε ακολου­θών νεωτέρω, δυσωδέστερον του των νεωτέρων κέκτηται πά­θος, καν περί αρετών διαλεχθή προς αυτούς, αλλ η καρδία αυ­τού πεπληγμένη υπάρχει. Νέος ταπεινόφρων και ησύχιος, καθαρός τε την καρδίαν από ζήλου και θύμου, απεχόμενός τε από παντός άνθρωπου και εαυτώ προσεχών, ταχέως συνιεί τα πάθη του αμελούς γέροντος. Γέροντα μη εξ ίσου έχοντα τον γέ­ροντα και τον νεώτερον, τω τοιούτω πάση δυνάμει μη συναναστραφής, αλλά μάλλον μακρύνθητι από αυτού.
Ουαί τοις αμελεστέροις, τοις προσποιουμένοις εν σχήματι καθαρώ διαστρέφειν τα ίδια πάθη, ο δε την πολιάν φθάσας εν καθαρότητι λογισμών και πολιτεία αγαθή και επικρα­τείς της γλώττης, ενταύθα μεν κατατρυφά της γλυκύτητος του καρπού της γνώσεως, εν δε τη εξοδώ αυτού τη εκ τούδε του σώματος δέχεται την δόξαν του Θεού.
Ούδεν ούτω ψυχραίνει το πυρ το εκ του αγίου Πνεύματος εμπνεόμενον εν τη καρδία του μοναχού προς αγιασμόν της ψυχής, ως η συναναστροφή και η πολυλογία και η συντυχία, εκτός της μετά των τέκνων των μυστηρίων του Θεού και προς αύξησιν της γνώσεως αυτού και πολλαπλασιασμόν. Η τοιαύτη γαρ συντυχία εξυπνίζει την ψυχήν προς την ζωήν και εκριζοί τα πάθη και τους αισχρούς λογισμούς κατακοιμίζει υπέρ πάσας τάς αρετάς.
Μή κτήση φίλους μηδέ συμμύστας, αλλ ή τους τοιούτους, ίνα μη πρόσκομμα ποίησης τη ση ψυχή και εκκλίνης από της οδού του Κυρίου. Μεγαλυνθήτω εν τη καρδία σου ή τω Θεώ ενούσά σε και συνάπτουσα αγάπη, ίνα μη αιχμαλωτεύση σε η αγάπη του κόσμου, ης το αίτιον και το τέλος φθορά.
Η μετά των αγωνιστών διαγωγή και συναναστροφή πλουτίσαι αμφότερους ποιεί των μυστηρίων του Θεού, η δε προς τους ράθυμους και οκνηρούς αγάπη, εμπλήσαι την γαστέ­ρα κατακόρως και απλήστως ποιεί εν τω μετεωρισμώ τω μετ' αλλήλων γινομένω. Τω τοιούτω αηδή φαίνεται τα βρώματα χωρίς του εταίρου αυτού, και φησιν «ουαί τω εσθίοντι τον άρτον αυτού μόνως, ότι ούχ ηδυνθήσεται αυτώ», οίτινες καλούν­ται αλλήλοις προς ευωχίας και αμείβονται αλλήλους, ως μι­σθωτοί. Φεύγε, ω αδελφέ, τους εθισθέντας τοις τοιούτοις και μηδαμώς τούτοις συνεσθίειν θέλε, μηδέ εάν σοι ανάγκη συμβή' η γαρ τράπεζα αυτών εναγής και τους δαίμονας υπηρέτας κέκτηνται' οι φίλοι του νυμφίου Χρίστου ταύτης ου γεύονται.
Ο τας ευωχίας συνεχώς εκτελών, εργάτης εστί του της πορνείας δαίμονος και την ψυχήν του ταπεινόφρονος μολύνει. Άρτος ευτελής από τραπέζης αγνού αγνίζει την ψυχήν του εσθίοντος από παντός πάθους. Οσμή τραπέζης γαστριμάργου, η δαψίλεια των εδεσμάτων και των τηγανισμάτων, ο δε άφρων και ασύνετος ανθέλκεται προς αυτήν, ώσπερ κύων προς μάκελλον. Του δε τη προσευχή προσκαρτερούντος διαπαντός η τράπεζα ηδυτέρα πάσης οσμής μόσχου και μυρωδιάς, ο δε φι­λόθεος ταυτήν επιποθεί, ώσπερ θησαυρόν ατίμητον.
Από τραπέζης νηστευόντων και αγρυπνούντων και κοπιώντων εν Κυρίω λάβε σεαυτώ φάρμακον ζωής και διέγειρον της ψυχής σου την θνήξιν. Ό γαρ ήγαπημένος ανακέκλιται εν μέσω αυτών αγιάζων, και το πικρόν της κακουχίας αυτών μεταβάλλει εις την γλυκύτητα αυτού την ανεκδιήγητον, οι δε πνευματικοί και επουράνιοι λειτουργοί αυτού επισκιάζουσιν αυτούς και τα άγια αυτών βρώματα. Οίδα εγώ τίνα των αδελφών οφθαλμοφανώς τούτο βλέποντα.
Μακάριος ο αποστομίσας εαυτόν από πάσης ηδυπαθείας, της χωριζούσης αυτόν από του κτίσαντος αυτόν. Μακά­ριος ο έχων τροφήν τον άρτον τον εκ του ουρανού καταβάντα και ζωήν δεδωκότα τω κοσμώ. Μακάριος ο εν τη πεδιάδι αυτού εωρακώς την αρδείαν της ζωής, την εξ ελέους προιούσαν εκ των κόλπων του Πατρός και προς αυτήν το όμμα διατείνας. Όταν γαρ πίη εξ αυτής, ευφρανθήσεται και αναβάλλει η καρ­δία αυτού και εν ευφροσύνη και αγαλλιάσει έσται.
Ο εωρακώς εν τη ιδία τροφή τον εαυτού Κύριον, υποκλέπτει εαυτόν και μόνος αυτού μεταλαμβάνει, μη κοινωνών τοις αναξίοις, ίνα μη συμμεταλάβη αυτοίς και γυμνωθή της ακτίνος αυτού, ο δε έχων μεμιγμένον ιόν θανάτου εν τη βρώσει αυτού, ου δύναται ηδέως ταύτης μεταλαμβάνειν χωρίς των εταίρων αυτού. Λύκος θνησιμαίων γευόμενος εστίν ο την φιλίαν έχων δια την ιδίαν γαστέρα. Πόσον σου το ακόρεστον, ω άφρον, ότι εμπλήσαι την γαστέρα βούλει εκ της τραπέζης των αμελών, εξ ων η ψυχή σου παντός πάθους πληρούται. Αύται αι παραφυλακαί αυταρκούσι τοις δυναμένοις κατακρατήσαι της γαστρός.
Οσμή νηστευτού ηδυτάτη, και η άπάντησις αυτού ευφραίνει καρδίας διακριτικών, τω δε γαστριμάργω εκ της συνανα­στροφής αυτού επιπεσείται φόβος και μηχανάται μη συνεσθίειν αυτώ.
Προσφιλής τω Θεώ η διαγωγή του εγκρατούς, ου η γειτνίασις βαρυτάτη τω φιλοκτήμονι. Λίαν επαινείται παρά του Χριστού ο σιγηλός, τοις δε αιχμαλωτισθείσιν υπό των δαι­μόνων εν τε παιγνίοις και μετεωρισμοίς ούχ ηδυνθήσεται ο πλησιασμός αυτού. Τις ουκ αγαπά τον ταπεινόφρονα και πράον, αλλ' ή υπερήφανοι και καταλάλοι οι όντες ξένοι της αυτού εργασίας;
Διήγησις Άγίου τινός
Διηγήσατό μοι τις εξ ων έδοκίμασεν ότι'
Εν αις ημέραις συναναστρέφομαι τισιν, εσθίω τρεις παξαμάτας ή τέσσαρας της ημέρας, εάν δε παραβιάσω εμαυτόν εις την προσευχήν, παρρησίαν ο νους μου ουκ έχει προς τον Θεόν, ουδέ δύναμαι προς αυτόν ατενίσαι, όταν δε εμαυτόν χωρίσω εκ τούτων εις την ησυχίαν, τη μεν πρώτη ημέρα παραβιάζω εμαυτόν εσθίειν ένα ήμισυ, τη δε δευτέρα ένα. Όταν δε παγιωθή ο νους μου εις την ησυχίαν, αγωνίζομαι φαγείν ένα ολόκληρον και ου δύναμαι, ο δε νους μου ακαταπαύστως μετά παρρησίας διαλέγεται προς τον Θεόν, εμού μή αναγκάζοντος, και η έλλαμψις αυτού αδιαλείπτως με καταυγάζει και καθέλκει με ιδείν και ευφρανθήναι εν τω κάλλει του θείου φωτός. Εάν δε συμβή εν τω καιρώ της ησυχίας ελθείν τίνα και συνδιαλεχθήναί μοι, καν μίαν ώραν, αδύνατον μοι τότε μη προσθείναι εις την βρώσιν, λείψαι δε εκ του κανόνος, χαυνωθήναι τε τον νουν εις την θεωρίαν του φωτός εκείνου.
Ιδού οράτε, αδελφοί μου, τί καλή και ωφέλιμος η υπομονή και η μόνωσις και οίαν δύναμιν παρέχει και ευκολίαν τοις αγωνισταίς. Μακάριος ο δια τον Θεόν υπομένων εν τη ησυχία και εσθίων μόνος τον άρτον αυτού, ότι διαπαντός μετά
του Θεού διαλέγεται.
Αυτώ η δόξα και το κράτος νυν και αεί και εις τους αιώνας. Αμήν