ΛΟΓΟΣ ΜΖ': ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΟΤΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΦΟΒΟΥΜΕΝΟΝ ΤΟΥΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΦΙΛΟΣ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ

Είπε τις των αγίων, ότι γίνεται το σώμα φίλος της αμαρτίας φοβούμενον τους πειρασμούς, ίνα μη στενωθή και αποθάνη εκ της ζωής αυτού. Δια τούτο καταναγκάζει αυτό το Πνεύμα το άγιον αποθανείν. Γινώσκει γαρ ότι, εάν μη αποθάνη, ου νικά την αμαρτίαν. Ει τις θέλει ίνα κατοίκηση εν αυτώ ο Κύριος, το σώμα αυτού βιάζεται και λειτουργεί τω Κυρίω και δουλεύει εν ταίς εντολαίς του Πνεύματος ταίς γεγραμμέναις εν τω Αποστόλω και φυλάττει την ψυχήν αυτού από των έργων της σαρκός, ων έγραψεν ο Απόστολος. Σώμα δε συμμεμιγμένον τη αμαρτία αναπαύεται εν τοις έργοις της σαρκός, και το Πνεύμα του Θεού ουκ αναπαύεται εν τοις καρποίς αυτού.
Ότε γαρ ασθενεί το σώμα εν νηστεία και ταπεινώσει, η ψυχή ενδυναμούται εν τη προσευχή.Έθος έχει το σώμα όταν στενωθή πολλαχώς εν θλίψεσι της ησυχίας και υστερηθή και δεηθή, ώστε εγγίζειν του αποθανείν εκ της ζωής αυτού, τότε παρακαλεί σε, λέγον
Αφες με ολίγον, ίνα συμμέτρως πολιτεύσωμαι, άρτι ορθοποδώ, διότι επειράθην των τοιούτων κακών. Και όταν αναπαύσης αυτό εκ των θλίψεων και παράσχης αυτώ μικράν άνεσιν, διότι συνεπάθησας αυτώ, και καν προς μικρόν μικρόν αναπαύσηται, τότε ψιθυρίζει σοι κολακευτικώς μικρόν, έως αν ποίηση σε εξελθείν εκ της ερήμου πάνυ γαρ εισί τα κολακεύματα αυτού ισχυρά. Και λέγει σοι
Δυνάμεθα καλώς πολιτεύσασθαι και πλησίον του κόσμου.Πολλά γαρ επειράθημεν. Δυνάμεθα ούν, εν οίς έσμεν, εκείσε πολιτεύεσθαι. Δοκίμασαν με μόνον και, εάν ου γίνωμαι ως θέλεις, δυνάμεθα υποστρέψαι. Ιδού η έρημος ου φεύγει εξ ημών.
Μη ούν πισεύσης αυτώ, καν σφόδρα παρακάλεση και υποσχέσεις πολλάς ποίηση. Διότι ου ποιεί α είπε. Μετά το δούναι σε αυτώ την αίτησιν αυτού, ρίπτει σε εις μεγάλα πτώμα­τα, εξ ων ου δύνη αναστήναι και εξελθείν έξ αυτών.
Όταν ακηδιάση εκ των πειρασμών και χορτασθή εξ αυτών, είπε αυτώ' συ πάλιν την ακαθαρσίαν και την αισχράν ζωήν επιθυμείς. Και εάν είπη σοι, Αμαρτία μεγάλη εστί το φονεύσαι εαυτόν, ειπέ συ αυτώ' φονεύω εαυτόν, διότι ου δύναμαι ακαθάρτως ζήσαι αποθάνω ώδε, ίνα μη πάλιν θεάσωμαι τον θάνατον τον αληθινόν της ψυχής μου, τον εκ του Θεού. Συμφέρει μοι ίνα αποθάνω ώδε υπέρ της αγνείας και μη κακήν ζωήν ζήσω εν τω κόσμω. Τον θάνατον τούτον προαιρέσει εξελεξάμην υπέρ των αμαρτιών μου. Αποκτενώ εαυτόν, διότι ημάρτηκα τω Κυρίω και μηκέτι αυτόν παροργίσω. Τι θέλω ζωήν απέχουσαν από του Θεού; Τάς κακώσεις ταύτας υπομέ­νω, ίνα μη αλλοτριωθώ εκ της επουρανίου ελπίδος. Ποίαν ωφέλειαν έχει ο Θεός εκ της εμής ζωής της εν τω βίω, εάν εν αυτώ ζήσω κακώς και παροργίσω αυτόν;