ΛΟΓΟΣ ΛΖ΄: ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΓΓΙΣΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΖΩΝΤΩΝ ΚΑΙ ΕΝ ΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ ΤΑΣ ΗΜΕΡΑΣ

Γέρων τις έγραψεν εις τα τείχη του κελλίου αυτού λόγους και εννοίας πολυτρόπους και ηρωτήθη, τι εστί ταύτα;Και είπεν
Ούτοι εισίν οι λογισμοί της δικαιοσύνης, οι ερχόμενοι υπό του Αγγέλου του παραμένοντος μοι, και οι διαλογισμοί της φύσεως οι ευθείς, οι κινούμενοι εν εμοί. Και διαγράφω αυ­τούς εν τω καιρώ αυτών της κινήσεως, όπως εν τω καιρώ της σκοτώσεώς μου αδολεσχήσω εν αυτοίς και λυτρώσωνταί με της πλάνης.

Άλλος γέρων μακαριζόμενος υπό των εαυτού λογισμών, ότι,
Αντί του παρερχομένου κόσμου ηξιώθης της μη αφανιζομένης ελπίδος, Άπεκρίθη ο γέρων
Ακμήν εν όσω ειμί εν τη οδώ, μάτην επαινείτε με. Ακμήν ουκ ετελείωσα την οδόν.
Εάν ποίησης αρετήν καλήν και μη αισθανθής της γνώσεως της αντιλήψεως αυτής, μη θαυμάσης. 'Έως γαρ αν ταπεινωθή ο άνθρωπος, ου λαμβάνει τον μισθόν της εαυτού έργασίας, η δε αμοιβή ου τη εργασία δίδοται, αλλά τη ταπεινώσει. Ό αδικών την δευτέραν, την πρώτην απόλλυσιν. Ό προλαβών και λαβών την αμοιβήν των αγαθών, ούτος υπερέχει τον έχον­τα την εργασίαν της αρετής. Ή αρετή μήτηρ της λύπης εστί και εκ της λύπης γεννάται η ταπείνωσις και τη ταπεινώσει δίδοται η χάρις. Λοιπόν η άνταπόδοσις ου τη αρετή ουδέ τω υπέρ αυτής πονώ, αλλά τη τικτομένη εξ αυτών ταπεινώσει εστίν. Εάν δε αυτή υστερηθή, τα πρώτα ματαίως γίνονται.
Η εργασία της αρετής, η φυλακή των εντολών εστί του Κυρίου. Η περίσσεια της εργασίας, αύτη εστίν η αγαθή κα­τασκευή της διανοίας, ήτις συνίσταται εκ της ταπεινοφροσύνης και εκ της φυλακής. Όταν η των πρώτων δύναμις υστερηθή, αυτή άντ' αυτών αποδεκτός γίνεται. Ό Χριστός δε ου την εργασίαν των εντολών, αλλά την διόρθωσιν απαιτεί της ψυχής, δι' ην τάς εντολάς τοις νομικοίς ενομοθέτησε. Το μεν σώμα εργάζεται εν τοις δεξιοίς και τοις αριστεροίς επίσης, η δε διάνοια, καθώς θέλει, η δικαιούται ή πλημμελεί.Εστίν ο εν τοις πράγμασι τοις αριστεροίς εργαζόμενος την ζωήν εν τη σοφία του Θεού, και εστίν ο την αμαρτίαν πραγματευόμενος ως εν προσώπω των θεϊκών.
Τα ελαττώματα εν τισι τοις φυλάττουσιν εαυτούς φύλακες εισί της δικαιοσύνης. Χάρισμα άνευ πειρασμών, απώλεια των δεχόμενων αυτό εστίν. Εάν εργάζη αγαθόν ενώπιον του Θεού και δω σοι χάρισμα, πείσον αυτόν δούναι σοι επίγνωσιν,πώς αρμόζει σοι ταπεινωθήναι ή στήσαί σοι φρουρόν υπέρ αυτού ή λαβείν αυτό από σου, ίνα μη πρόξενος απώλειας σοι γένηται. Ου πάντων γαρ εστί το φυλάξαι τον πλουτον εκτός βλάβης.
ψυχή η λαβούσα μέριμναν της αρετής και εν ακριβεία και φόβω ζώσα Θεού, ου δύναται είναι χωρίς λύπης καθ ημέραν. Διότι συμπεπλεγμένας έχουσιν αι αρεταί τάς λύπας εν αυταίς. Ό εξερχόμενος εκ των θλίψεων, πάντως και της αρετής αδιστάκτως χωρίζεται. Εάν επιθυμής την αρετήν, παράδος εαυτόν εις πάσαν θλίψιν. Αι γαρ θλίψεις γεννώσι την ταπείνωσιν. Ου θέλει ο Θεός την ψυχήν είναι δίχα μερίμνης, και ο θέλων αμεριμνείν, έξωθεν του θελήματος ευρίσεται του Θεού, εν τω εαυτού φρονήματι. Μέριμναν δε ου την περί των σωματικών λέγομεν, αλλά την περί των καταπονούντων, των ακολουθούντων τοις έργοις τοις αγαθοίς. Εως εάν φθάσωμεν την αληθινήν γνώσιν, ήτις εστίν η αποκάλυψις των μυστηρίων, εν πειρασμοίς προσεγγίζομεν τη ταπεινώσει. Τω άνευ θλίψεως εν τη εαυτού αρετή εύρισκομένω, θύρα υπερηφανίας ηνοίχθη αυτώ.
Και τις εστί λοιπόν ο επιθυμών άλυπος είναι εν τω εαυτού φρονήματι; Ου δύναται η διάνοια χωρίς αιτίας των κολαφισμάτων εν τη ταπεινώσει εμμείναι, άλλ' ουδέ εν τη αδολεσχία της δεήσεως προς τον Θεόν καθαρώς, εκτός ταπεινοφροσύνης. Πρώτον μεν εκ της καθηκούσης μερίμνης μακρύνεται ο άνθρωπος εν τω εαυτού φρονήματι και μετά ταύτα προσεγγίζει εαυτώ το πνεύμα της υπερηφανίας καί, εμμένοντος αυτή του ανθρώπου, τότε ο Άγγελος της προνοίας μακρύνεται άπ' αυτού, ος εστί πλησίον αυτού κινών εν αυτώ την μέριμναν της δικαιοσύνης. Και ότε αδικήσει τούτον και εξ αυτού μακρυνθείη τότε ο αλλότριος προσεγγίζει αυτώ, και έκτοτε ουκ εστίν εν ούτω μία μέριμνα δικαιοσύνης.
Πρό της συντριβής, υπερηφανία, λέγει ο σοφός, και προ του χαρίσματος, η ταπείνωσις. Κατά το μέτρον της υπερηφανίας της εν τη ψυχή ορωμένης, κατά το μέτρον της συντρι­βής της παιδείας της εκ του Θεού γινομένης αύτη.
Υπερηφανία εστίν ούχ όταν εν τη διανοία ο ταύτης πέραση λογισμός, ουδέ εάν νικαταί τις εξ αυτής κατά καιρόν, αλλ' εκείνη η διαμένουσα εν τω ανθρώπω. Εκείνω μεν τω πρώτω η κατάνυξις ακολουθεί, ούτος δε, ότε αυτήν αγαπήσειεν, ουκ οίδε κατάνυξιν.
Τω δε Θεώ ημών είη δόξα και μεγαλοπρέπεια εις τους αιώνας. Αμήν.