ΛΟΓΟΣ ΚΔ΄: ΠΕΡΙ ΣΗΜΕΙΩΝ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Η αγάπη του Θεού θερμή εστί τη φύσει, και όταν αμέτρως επιπέση τινί, ποιεί εκείνην την ψυχήν εκστατικήν. Δια τούτο ου δύναται η καρδία του αισθηθέντος αυτής χωρήσαι αυτήν και καρτερήσαι, αλλά κατά το μέτρον της ποσότητος της επελθούσης αυτώ αγάπης οράται εν αυτώ αλλοίωσις ασυνήθης.
Και ταύτα τα σημεία αυτής τα αίσθητά γίνεται το πρόσωπον του ανθρώπου πυρρόν, περιχαρές, και το σώμα αυ­τού θερμαίνεται. Αφίσταται απ' αυτού ο φόβος και η αιδώς, καιγίνεται ως εκστατικός. Και η δύναμις η συνάγουσα τον νουν φεύγει εξ αυτού, και ως έκφρων γίνεται. Τον φοβερον θάνατον ηγείται χαράν, και ουδέποτε η θεωρία του νοός αυτού διακοπήν τίνα παρέχει εκ της των ουρανίων διανοήσεως και απών, ως παρών ομιλεί, μη ορώμενος υπό τίνος. Η γνώσις και η όρασις αυτού παρέρχεται η φυσική και ουκ αισθάνεται αισθητώς της κινήσεως αυτού, ης εν τοις πράγμασι κινείται. Καν γαρ πράττη τι, ου τελείως αυτού αισθάνεται, ως τον νουν έχων εν τη θεωρία μετέωρον, και η διανοία αυτόν αεί ως μετά άλλου αδολεσχεί.
Ταύτην την πνευματικήν μέθην εμεθύσθησαν ποτέ οι Απόστολοι και οι Μάρτυρες. Και οι μεν όλον τον κόσμον διήλθον κοπιώντες και ονειδιζόμενοι, οι δε, τα μέλη κατακοπτόμενοι, εξέχεαν τα αίματα αυτών ώσει ύδωρ, και τα δεινότατα πάσχοντες ουκ ωλιγώρησαν, αλλά γενναίως υπήνεγκαν, και όντες σοφοί, ως άφρονες ενομίσθησαν. Και άλλοι εν ερημίαις επλανήθησαν και όρεσι και εν σπηλαίοις και ταίς οπαίς της γης, εν αταξίαις, εύτακτοι όντες.
Ταύτην την άνοιαν αξιώσαι ημάς ο Θεός φθάσαι.
ΛΟΓΟΣ ΔΙΣ ΚΔ'
ΠΕΡΙ ΤΑΠΕΙΝΩΣΕΩΣ
Πρό του εισελθείν είς την πόλιν της ταπεινώσεως, εάν ίδης σαυτόν, ότι ανεπαύθης εκ της οχλήσεως των παθών, μη πιστεύσης σεαυτώ ενέδραν γαρ τίνα ενεδρεύει σοι ο εχθρός. Αλλ' εκδέχον μετά την ανάπαυσιν πολλήν όχλησιν και ταραχήν. Ει μη γαρ διέλθης τα καταλύματα των αρετών, ουκ άπαντες ανάπαυσιν εκ του μόχθου σου, ουδέ εκ των επιβουλών άνεσιν έξεις, έως αν φθάσης το κατάλυμα της αγίας ταπεινώσε­ως.
Ο Θεός, τη ση χάριτι αξίωσον ημάς αυτό φθάσαι. Αμήν.