ΛΟΓΟΣ ΝΒ': ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΤΡΟΠΟΥ, ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΨΥΧΡΟΥΣ

Ους δε ανδρείους και δυνατούς θεωρεί ό διάβολος, και τον θάνατον εις ουδέν λογιζομένους και εν μεγάλω ζήλω εξελθόντας και εις πάντα πειρασμόν και θάνατον εκδεδωκότας εαυτούς και καταφρονούντας της ζωής του κόσμου και του σώματος και πάντων των πειρασμών, τούτοις ουκ απαντά παραυτίκα ο διάβολος, ουδέ δεικνύει εαυτόν τού­τοις ως επί πολύ, αλλά συστέλλει εαυτόν και τόπον δίδωσιν αυτοίς και ουκ απαντά αυτοίς προς την πρώτην ορμήν αυτών, ουδέ παρατάσσεται προς αυτούς εις πόλεμον. Γινώσκει γαρ, ότι πάσα αρχή θερμότερα υπάρχει του πολέμου και οίδεν ότι πολύν ζήλον έχει ο αγωνιστής, και ούχ ως έτυχε νικώνται οι ζηλωταί των πολεμιστών.
Καί ούχ ως δειλιών ο διάβολος ποιεί τούτο, αλλ' εκ της περικειμένης αυτοίς θείας δυνάμεως της φοβεριζούσης αυτόν εκφοβείται. Όσον ούν θεωρεί αυτούς ούτως, ου τολμά προσψαύσαι αυτοίς, έως ότου ίδη αυτούς ψυχρανθέντας εκ του ζήλου αυτών και απορρίψαντας τα όπλα, άπερ εαυτοίς ητοίμασαν εν ταίς εαυτών διανοίαις εν τη αλλοιώσει των θείων λό­γων και των μνημών των συνεργουσών και βοηθουσών αυτοίς. Και προσέχει εις τον καιρόν της ραθυμίας αυτών, και όταν στραφώσι μικρόν εκ των προτέρων λογισμών αυτών και αυτοί αφ' εαυτών άρξονται εφευρίσκειν εφευρέσεις της ήττης αυτών εκ των κολακευμάτων του φρονήματος αυτών, των βρυόντων εν αυτοίς και άφ' εαυτών αυτοί ορύσσουσι βόθρον απώλειας ταίς ψυχαίς αυτών εκ του μετεωρισμού των λογισμών, του εκ της οκνηρίας γινομένου, αφ' ων η ψυχρότης έβασίλευσεν εν αυτοίς ήτοι εν ταίς διανοίαις και ταίς καρδίαις αυτών.
Καί ταύτα μεν ο διάβολος ούχ εκουσίως ποιεί, ηνίκα εμποδίζεται του πολεμείν αυτούς, η ως φειδόμενος αυτών, ουδέ αίσχυνόμενος παρ' αυτών, είς ουδέν γαρ έχει αυτούς. Αλλά λογίζομαι, ότι δύναμίς τις περικυκλοί τους εν θερμότητι ζήλου διακειμένους προς τον Θεόν, και τους νηπιωδώς εξερχό­μενους και αλογίστως αποτασσομένους, ελπίζοντας δε είς τον Θεόν και πιστεύοντας και αγνοούντας προς τίνα την πάλην έχουσι. Δια τούτο διώκει ο Θεός την δεινότητα της πονηρίας αυτού εξ αυτών, του μη εγγίσαι αυτοίς. Χαλινούται γαρ ο εχθρός θεωρών τον φύλακα, τον αεί αυτούς φυλάττοντα. Εάν γαρ τάς αίτιας της βοηθείας εξ αυτών μη απορρίψωσιν, αιτινές είσι δεήσεις και κόποι και ταπεινοφροσύνη, ο αντιλήπτωρ και βοηθός ουκ αναχωρεί εξ αυτών ποτέ.
Βλέπε και γράψον ταύτα είς την καρδίαν σου, ότι η φιληδονία και το αγαπάν την ανάπαυσιν αίτια εστί της παραχωρήσεως. Εάν δε τις εκ τούτων υπομείνη ισχυρώς εγκρατευόμενος, εκ της συνεργίας του Θεού ουδέποτε απολιμπάνεται, και ο εχθρός ου συγχωρείται προσβαλείν αυτώ. Και εάν άπαξ συγχωρηθή προσβαλείν αυτώ προς παιδείαν, αλλ ακολουθεί αυτώ και συνέχει αυτόν η αγία δύναμις, και ου φοβείται τους πειρασμούς των δαιμόνων, διότι ο λογισμός αυτού θαρρεί και καταφρονεί αυτών δι' αυτήν.
Αύτη γαρ η θεία δύναμις εκδιδάσκει τους ανθρώπους ώσπερ τις εκδιδάσκει τινά νεώτερον μικρόν το πλεύσαι και όταν άρξηται ποντίζεσθαι αναφέρει αυτόν διότι επάνωθεν των χειρών του διδάσκοντος αυτόν πλέει ο νεώτερος. Και όταν άρξηται ολιγωρείν, ίνα μη βυθισθή αυτός ο βαστάζων αυτόν εν ταίς χερσίν αυτού επιφωνεί αυτώ παραθαρύνων, Μη φοβού, εγώ βαστάζω σε. Και ώσπερ μήτηρ διδάσκει τον υιόν αυτής τον μικρόν το περιπατείν και μακρύνει εαυτήν εξ αυτού και προσκαλείται αυτόν, όταν δε αυτός ερχόμενος προς την μητέρα αυτού άρξηται τρέμειν και δια την απαλότητα και τρυφερότητα των ποδών και μελών πίπτειν, τρέχει η μήτηρ αυτού και βα­στάζει αυτόν εν ταίς αγκάλαις αυτής, ούτω και η χάρις του Θεού βαστάζει και διδάσκει τους ανθρώπους, τους καθαρώς και μετά απλότητος εκδεδωκότας εαυτούς εις χείρας του πλάστου αυτών, και τους εξ όλης καρδίας τω κόσμω αποταξαμένους και οπίσω αυτού πορευομένους.
Συ δε, ω άνθρωπε, εξερχόμενος οπίσω του Θεού, εν παντί καιρώ του αγώνος σου αεί της αρχής μνημόνευε και του πρώτου ζήλου της αρχής της οδού και των θερμών λογισμών, μεθ' ων εξήλθες εν προοιμίοις έχων εκ του οίκου σου, και ήνεγκας σεαυτόν εις την παράταξιν του πολέμου. Ούτω δοκί­μασαν σεαυτόν καθ εκάστην ημέραν όπως μη ψυχρανθή η θερμότης της ψυχής σου εκ του ζήλου του εξαφθέντος εν σοι εξ αρχής, μήπως ζημιωθής τίνος των όπλων, ων ης ενδεδυμένος εν αρχή του αγώνος σου. Και ύψωσον αεί την φωνήν σου εντός της παρεμβολής και τα τέκνα των δεξιών, ήγουν τους οικείους λογισμούς θάρσυνον και ανδρείωσον και δείξον τοις άλλοις, ήτοι τω μέρει του εναντίου, ότι νηφάλιος ει.Και εάν ούν εν προοιμίοις οράς ορμήν φοβερίζουσάν τε του πειράζοντας, μη χαυνωθής. Ίσως αύτη συμφέρει σοι. Ου γαρ παραχωρεί δωρεάν ο σώζων σε τίνα προσεγγίσαι σοι, ει μη οικονομίαν τινά προξένων προς το συμφέρον σοι.
Αλλά μη δείξης ραθυμίαν εξ αρχής, ίνα μη, δείξας ώδε ραθυμίαν, εις τούμπροσθεν βαίνων καταπέσης και μηκέτι ευρήσης αντιστήναι ταίς επερχομέναις σοι λύπαις λέγω δη εκ του λιμού και της ασθενείας και εκ των φοβερών φαντασιών και των λοιπών. Μη στρέψης τον τρόπον του αγωνοθέτου σου, ότι βοηθειαν κατά του εναντίου προξενεί σοι, όπως μη εύρη σε ο εχθρός σου ως προσδοκά. Αλλά παρακάλεσον τον Θεόν αδιαλείπτως, και κλαύσον ενώπιον της χάριτος αυτού και πένθησον και μόχθησον, έως αν εξαποστείλη σοι βοηθόν. Εάν γαρ άπαξ ίδης τον σώζοντα σε πλησίον σου, ουκ έτι ηττηθήση εκ του εχθρού σου του εναντιουμένου σοι. Ούτοι οι δύο τρόποι της πάλης του διαβόλου έως ώδε.